Ο ψυχίατρος Δημήτρης Καραγιάννης όχι μόνο πιστεύει στον έρωτα, αλλά εξηγεί και πώς θα του δώσεις διάρκεια επιλέγοντάς τον ως στάση ζωής.

Ο ψυχίατρος Δημήτρης Καραγιάννης όχι μόνο πιστεύει στον έρωτα, αλλά εξηγεί και πώς θα του δώσεις διάρκεια επιλέγοντάς τον ως στάση ζωής.

Σε μια εποχή που ο έρωτας αναζητάται, δοκιμάζεται, αμφισβητείται ή και χλευάζεται, είναι αισιόδοξο να παρατηρείς ότι το βιβλίο «Έρωτας ή τίποτα» του ψυχίατρου-ψυχοθεραπευτή Δημήτρη Καραγιάννη παραμένει εδώ και μία δεκαετία στα κεντρικά ράφια των βιβλιοπωλείων και στις λίστες με τα ευπώλητα.

«Εγώ πιστεύω στον έρωτα», μου λέει ο ίδιος με αφορμή τη γιορτή των ερωτευμένων. «Γιατί ακόμα και σε εποχές που αμφισβητείται, ο έρωτας μπορεί να ανθίζει και να υφίσταται μέσα στον χρόνο. Εξάλλου, δεν αναφερόμαστε σε ένα απλό συναίσθημα που σου προκαλείται μια στιγμή από κάποιον άλλον. Ο έρωτας είναι στάση ζωής. Όπως αναφέρω και στο βιβλίο, δεν είναι σημαντικός αυτός που ερωτεύεσαι, αλλά ο τρόπος που στέκεσαι απέναντι στη ζωή. Να είσαι, δηλαδή, ερωτικός ως προς τη ζωή σου».

Αν ξεκινά έτσι η κουβέντα μας για τον έρωτα, σκέφτομαι καθώς πατώ το κουμπί της ηχογράφησης, φαντάσου πόσο όμορφα πράγματα θα πούμε παρακάτω…

«Να είσαι ερωτευμένος όχι με τον εαυτό σου, μα με τη ζωή»

– Να είσαι ερωτικός σημαίνει, δηλαδή, να αγαπάς τον εαυτό σου;

Σημαίνει η στάση σου προς τη ζωή να είναι ερωτική, δημιουργική. Να μην γκρινιάζεις. Να είσαι ελκυστικός για τον ίδιο σου τον εαυτό, αυθεντικός, εκστατικός μέσα στην καθημερινότητά σου, μέσα στη δουλειά σου.

Η πρόταση η δική μου είναι υπαρξιακή. Είναι ένας τρόπος ζωής. Το να αγαπάς τον εαυτό σου είναι ατάκα ψυχρή, λογιστική, που παράγει και πολύ ναρκισσισμό. Εγώ λέω ν’ αγαπάς τη ζωή, να τιμάς τη ζωή, να είσαι ερωτευμένος με τη ζωή, όχι με τον εαυτό σου όπως είναι. Αν αγαπάς τον εαυτό σου, καλείσαι να τον αναδείξεις σε αυτό που μπορεί να είναι, όχι σε αυτό που είναι.

Να μη σου φταίνε όλα. Να έχει ήλιο ή κρύο και να μην γκρινιάζεις, μα να χαίρεσαι. Όχι μανιακά, όχι ψεύτικα, όχι σαν επιταγή, όχι σαν κόλπο για να μπορείς να αντέξεις, αλλά να βρίσκεις το νόημα της ζωής στο καθετί, στην κάθε εμπειρία, ακόμα και σε αυτούς που σε δυσκολεύουν.

– Αυτός λοιπόν που χάνει το ενδιαφέρον του για τον έρωτα χάνει και το ενδιαφέρον για ζωή; Έρχεται πιο κοντά στον θάνατο;

Είναι ένας πεθαμένος που περιμένει να ζήσει μέσα από τους άλλους ή μέσα από αυτά που θα καταναλώσει, είτε αντικείμενα, είτε σχέσεις, είτε πρόσωπα. Αν ο ίδιος έχει βουλιάξει και έχει χάσει τη ζωτικότητα, θα πέφτει πάνω στα παιδιά του για να τα καταναλώσει, όχι για να τα χαρεί. Θα κάνει την εξωσυζυγική σχέση για να ξεφύγει από το βούλιαγμά του. Δεν θα επιχειρεί να ζει και να ανακαλύπτει διαρκώς τον εαυτό του και τον σύντροφό του.

– Πώς αντέχει να ζει κάποιος χωρίς έρωτα;

Έλα ντε! Εμένα μου φαίνεται κάτι σαν αντιστροφή που τροφοδοτείται από την γκρίνια, από το παράπονο, από τη στέρηση, από την καταγγελία. Ο άνθρωπος αυτός καταγγέλλει ότι δεν υπάρχει γνήσιος έρωτας. Με ύφος Πάπα με αλάθητο, σου λέει «έλα μωρέ, ο έρωτας δεν υπάρχει. Είσαι παντρεμένος, έχεις τόσα χρόνια σχέση και είσαι ερωτευμένος. Ψέματα μου λες». Ορίζει, λοιπόν, ότι αυτό που αποκαλείται έρωτας δεν υπάρχει, οπότε δεν του λείπει.

Όπως στα «καψουροτράγουδα», όπου καταγράφεται ο πόνος, η στέρηση, σαν έρωτας. Όταν ο άλλος έχει απομακρυνθεί, έχει φύγει γιατί τους έχει βαρεθεί ή τους έχει απορρίψει, οι ερμηνευτές παρουσιάζουν τον έρωτα σαν πόνο. Αυτό, όμως, δεν είναι έρωτας για τον άλλο. Είναι ναρκισσιστικός έρωτας. Που θέλεις τον άλλον μόνο για να σου προσφέρει αυτό που εσύ θέλεις.

Πολλοί μου λένε ότι η γυναίκα τους δεν είναι τόσο ερωτική, δεν τους προκαλεί σεξουαλικά, αλλά δεν βλέπουν ότι οι ίδιοι έχουν εγκαταλείψει τον εαυτό τους. Μιλάνε π.χ. για τη φθορά στο σώμα της γυναίκας τους και δεν βλέπουν ότι και το δικό τους σώμα έχει αντίστοιχα σημεία φθοράς. Άρα, ζητάνε τον έρωτα ως ψευδαίσθηση, ως συγκάλυψη, ως επούλωση όλων των κενών τους και δεν μιλούν για τον έρωτα σαν κατάκτηση της ζωής.

«Ο έρωτας αν δεν καλλιεργείται φεύγει»

–Σε κάποιο σημείο του βιβλίου αναφέρετε ότι αυτός που αναζητά άλλες, εξωσυζυγικές σχέσεις είναι αυτός που αδυνατεί να προσφέρει όσα αποζητά από τον/τη σύντροφό του.

Σωστά. Αυτοί οι άνθρωποι πάνε να ανοίξουν ένα παράθυρο, να νιώσουν λίγο καλύτερα μέσα σ’ αυτό που ζουν, και δεν βλέπουν ότι αυτό που ζητάνε είναι λίγο. Δεν είναι κακό επειδή αντίκειται στην ηθική. Είναι κακό γιατί είναι λίγο. Και γιατί μετά σε αφήνει χειρότερο απ’ ό,τι όταν ξεκίνησες.

– Τι συμβαίνει λοιπόν σε ορισμένα ζευγάρια έπειτα από μερικά χρόνια γάμου και μοιάζουν άδεια από έρωτα;

Συμβαίνει στις μέρες μας οι άνθρωποι να μιλούν για σχέσεις και όχι για σχέση. Ξεκινούν, δηλαδή, μια σχέση και την αναφέρουν ως την πιο πρόσφατη, όχι μια σχέση ζωής, γιατί δεν την βλέπουν έτσι.

Συμβαίνει ακόμα, καθώς οι νέες γυναίκες βλέπουν την επαγγελματική τους καριέρα σαν σημαντικό στοιχεία της ταυτότητάς τους –και καλά κάνουν– να αναβάλλουν το να αφεθούν στη δημιουργία μιας σημαντικής σχέσης, όπως έκαναν κάποτε κάτι «αντράκια» του παρελθόντος. Και όταν φτάνουν στα 40 παρά κάτι ή 40 και κάτι, ξαφνικά θέλουν να κάνουν ένα παιδί. Οπότε βρίσκουν κάποιον που να είναι καλό παιδί –γιατί έχουν κουραστεί από τον έρωτα– και που θα τους επιτρέψει να μην πολυμπεί μέσα στη ζωή τους, ώστε να ασχοληθούν μόνο με το παιδί τους.

Δεν αναφέρομαι σε μια ιδεολογία τώρα, αλλά στο τι συμβαίνει πραγματικά. Αρχίζουν, λοιπόν, οι εξωσωματικές, που είναι ευλογημένες αλλά μπορεί να γίνουν η καταστροφή του έρωτα αν δεν υπάρχει η απαραίτητη σχέση ανάμεσα στο ζευγάρι, και μετά αρχίζει η εγκυμοσύνη, η επαπειλούμενη κύηση, μετά η λοχεία, αρχίζουν όλα αυτά και το ζευγάρι καταλήγει να έχει να κάνει σεξ 3-4 χρόνια. Πώς να κρατηθεί μετά η σχέση; Στην ουσία οι δύο σύντροφοι γίνονται παράλληλες μοναξιές. Δεν φταίει, όμως, ο γάμος που σκότωσε τον έρωτα, μα που δεν υπήρχε έρωτας ούτε πριν.

– Ωστόσο, μπορεί να φύγει ο έρωτας και με μια καλύτερη συνθήκη σχέσης.

Ο έρωτας σαν συναίσθημα αν δε καλλιεργείται, φεύγει.

– Άρα, τα ζευγάρια που βλέπουμε ακόμα και σε μεγάλη ηλικία να έχουν αυτό το παιχνίδισμα μεταξύ τους, αυτή την επιθυμία ο ένας για τον άλλον, τη συντροφική αλλά και την ερωτική, τι έχουνε κάνει τόσο καλά;

Είναι ο καθένας ερωτικός στη ζωή του, είναι δημιουργικός ο ίδιος ως προς τη ζωή του και άρα είναι ενδιαφέρων και για τον άλλον. Δεν παραμένουν απλώς αυτοί που συναντήθηκαν κάποτε, δεν μένουν στο τι έζησαν κάποτε, αλλά και στο τι μπορούν να μοιραστούν στο σήμερα και πώς να το χαρούν.

Εγώ επιμένω ότι η μακρόχρονη σχέση στις μέρες μας μπορεί να είναι καλύτερη παρά ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας. Γιατί στις μέρες μας τα ζευγάρια μπορεί να έχουν το μοίρασμα, τη φιλία, να γελάσουν μαζί. Οι παλιοί άνθρωποι δε γέλαγαν μαζί, δε λέγανε λόγια αγάπης, δεν χαιρόντουσαν το σεξ.

– Οι μεγάλοι έρωτες δεν τελειώνουν ποτέ;

Το πώς ο/η σύντροφος στέκεται μέσα στη δουλειά του τον κάνει ελκυστικό ή όχι όταν έρχεται σπίτι. Το πώς στέκεται και φροντίζει τα παιδιά του, το να μπορεί ο άντρας να τα βγάζει μια χαρά στη δουλειά του αλλά να ξέρει να αλλάζει τρυφερά και την πάνα του παιδιού του, τότε εκείνη την ώρα γίνεται πιο ερωτικός μέσα στον χρόνο. Αν η γυναίκα που ξέρει να είναι καλή στη δουλειά της ξέρει να φτιάξει κι ένα φαγητό με αγάπη και έπειτα να καθίσουν με τον σύντροφο, να ευχαριστηθούν το φαγητό και να έχουν να κουβεντιάσουν κάτι, τότε όλο αυτό δεν αφορά απλώς το φαγητό. Αφορά τη σχέση. Άρα, μπορούν να βρεθούν μετά και ερωτικά. Να χαρούν το σεξ.

Διαφορετικά, μένει η πίκρα, η απογοήτευση, η έννοια του δικαίου… Εγκαθίσταται μία σαδομαζοχιστική σχέση μέσα στο ζευγάρι, αρχίζουν τα παιχνίδια εξουσίας. Ποιος έχει δίκιο, ποιος είναι από πάνω, ποιανού θα περάσει. Στο τέλος στερεί ο ένας στον άλλο το σεξ για να τον τιμωρήσει.

Ένα ζευγάρι, όμως, το οποίο ζει σε συνθήκες φροντίδας του ενός για τον άλλο δημιουργεί τους όρους που οδηγούν τη σχέση σε μονογαμία.

– Αποκλείεται, δηλαδή, ο σύντροφος σε μια τέτοια σχέση να βιώσει αισθήματα έρωτα για κάποιον άλλον;

Αλίμονο αν δεν μας προκαλούν όλοι οι άνθρωποι. Αλίμονο αν δεν βλέπουμε ελκυστικούς κάποιους άντρες και κάποιες γυναίκες. Επειδή έχουμε μια σχέση δεν σημαίνει ότι χάνουμε τη δυνατότητά μας να μπορούμε να ακούμε και να σκεφτόμαστε, να πιστεύουμε και να απογοητευόμαστε. Σε συνειδητό επίπεδο, όμως, τι επιλέγουμε; Αν θα μας δούμε σε επίπεδο πραγματικότητας, οι άνθρωποι δεν είμαστε απλώς πολυγαμικοί ή μονογαμικοί. Είμαστε πανγαμικοί. Πρακτικά μπορεί να γίνει οτιδήποτε με οποιονδήποτε.

Άρα, το να είμαι με έναν άνθρωπο και να έχουμε τη συνέχειά μας και να μπορεί να κρατιέται ζωντανή η σχέση μας, δεν συμβαίνει επειδή δεν μπορώ να δω ελκυστικό κάποιον άλλον, αλλά επειδή επιλέγω να επενδύσω σε αυτόν τον άνθρωπο, σε αυτή τη σχέση.

Το γράφω και στο βιβλίο, ότι τα μεγάλα έργα απαιτούν και χρόνο. Οι επενδύσεις μέσα στον χρόνο είναι πιο σημαντικές. Σκεφτείτε τα τοπόσημα, ο Παρθενώνας για την Αθήνα, ο Πύργος του Άιφελ για το Παρίσι, το άγαλμα της Ελευθερίας για Νέα Υόρκη. Γιατί είναι σημαντικά; Στον χώρο που είναι ο Παρθενώνας δεν θα μπορούσαμε να χτίσουμε κάτι πιο εντυπωσιακό σήμερα; Δεν είναι μόνο το περιεχόμενο του τοπόσημου το σημαντικό, αλλά και η σχέση και ιστορία που έχει αναπτύξει με τον τόπο. Το αντίθετο είναι η στέγη του Καλατράβα.

«O γνήσιος έρωτας αντέχει και τις ματαιώσεις»

– Λένε κάποιοι ότι ο έρωτας είναι ζήτημα χημείας. Αν αυτό ισχύει, πώς γίνεται κάποιες φορές να ερωτεύεται ο ένας και όχι ο άλλος; Η χημεία δεν επηρεάζει και τους δύο;

Όταν δεν επηρεάζονται και οι δύο, δεν υπάρχει χημεία! Αυτό που ονομάζεται με λαϊκούς όρους «χημεία» είναι το τι μπορεί να «κυλάει» ανάμεσα σε δύο ανθρώπους. Δηλαδή, το σύνολο των κοινών στοιχείων που μπορεί να τους φέρνει κοντά. Αυτό που δεν χρειάζεται όλα να τα αναλύουν και να τα διαπραγματεύονται. Αν πρέπει όλα να τα διαπραγματεύεσαι, υπάρχει ξενέρωμα.

Αν πρέπει να πείσεις τον άλλον, να τον τραβήξεις στα νερά σου, να σου λέει ότι αυτά που πιστεύεις δεν είναι λογικά, τότε δεν υπάρχει καμία τύχη. Αν μάλιστα δεν υπάρξει και σωματική έλξη, δεν μπορεί να υπάρχει χημεία. Αν δεν υπάρχει γέλιο μέσα στη σχέση, δεν υπάρχει σχέση. Άρα, αυτό που ονομάζουμε χημεία είναι η δυνατότητα του μοιράσματος, χωρίς πολλές διαβουλεύσεις, χωρίς πολύπλοκες διαπραγματεύσεις.

– Ωστόσο, συμβαίνει συχνά να μην υπάρχουν όλα αυτά και πάλι κάποιος να νιώθει ερωτικά συναισθήματα, ενώ ο άλλος όχι.

Αυτά δεν είναι ερωτικά συναισθήματα, είναι ερωτικές φαντασιώσεις. Ο έρωτας θέλει δύο. Όταν ερωτεύεται μόνο ο ένας, είναι φαντασίωση. Πόσες φορές δεν ακούμε ανθρώπους που ερωτεύονται μέσω εφαρμογών κάποιον που είναι χιλιόμετρα μακριά; Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν έχεις ερωτευτεί τον άλλο, μα αυτό που σου έχει ξυπνήσει, αυτό που έχει διακινήσει μέσα σου.

Γι’ αυτό και σε ζευγάρια που βρίσκονται σε μια μακρόχρονη σχέση και νιώθουν ότι έχει αδυνατίσει κάτι από τον έρωτά τους, εγώ τους προτείνω να κάνουν εξωσυζυγική σχέση. Παίρνουν μια ανάσα και τότε τους λέω: κάντε εξωσυζυγική σχέση με τον σύντροφό σας! Η εξωσυζυγική σχέση δεν είναι απλώς το σεξ που έχει λείψει. Είναι η τρέλα που έχει λείψει, είναι το να ξεφύγεις από τη ρουτίνα σου, να ξεφύγεις από τη δουλειά σου, να κλέψεις από τη δουλειά σου ένα δίωρο για μια έκπληξη!

– Μπορούμε να κάνουμε κάποιον να μας ερωτευτεί;

Η απάντηση είναι όχι. Μπορούμε να είμαστε αυτοί που είμαστε, να νιώθουμε καλά με τον εαυτό μας και όταν προσεγγίζουμε τον άλλον να «πάθει». Αν δεν «πάθει», τότε έχουμε γλιτώσει από κάποιον που δεν μπορεί να μας δει ως κάτι σημαντικό.

– Γιατί η ερωτική συνεύρεση ορισμένες φορές δεν γεννά περισσότερο έρωτα, παρά μπορεί να φέρει και την απογοήτευση;

Αν ο έρωτας μεταφράζεται ως ανάγκη της σεξουαλικής συνεύρεσης, αφού γίνει αυτό δεν έχει νόημα για κάτι παραπάνω. Ο στόχος επιτεύχθηκε. Άρα θα κλείσω το κινητό μου και θα μπλοκάρω αυτήν με την οποία βρέθηκα χθες βράδυ σεξουαλικά, γιατί δεν έχω κάτι άλλο να της ζητήσω. Αν ήταν πολύ καλό το σεξ μπορεί να το ξαναζητήσω άλλη μία φορά. Το σεξ, όχι αυτήν. Όχι τον έρωτα, δηλαδή, μα την κάλυψη της σεξουαλικότητας.

Μια γνήσια ερωτική σχέση, όμως, αντέχει και εκείνη τη φορά που θα υπάρξει αποτυχία στην ερωτική συνεύρεση. Που δεν θα γίνει ολοκληρωμένη σεξουαλική συνεύρεση. Γιατί ακόμα κι έτσι, μπορεί εκείνη την ώρα ο τρόπος που θα βρεθούν μεταξύ τους οι δύο σύντροφοι να γίνει πολύ καλύτερος απ’ ό,τι αν είχαν τον καλύτερο οργασμό.

Γιατί ο γνήσιος έρωτας αντέχει και τις ματαιώσεις, ενώ ο ψευδής έρωτας είναι αυτός που, αν υπάρξει μια ματαίωση, τελειώνει.

– Είναι λοιπόν ο έρωτας το νόημα της ζωής;

Είναι η στάση απέναντι στη ζωή. Είναι ο τρόπος που δίνει νόημα στη ζωή, που χρωματίζει τη ζωή, που μας κάνει να υπερβαίνουμε τις ανεπάρκειές μας, που μας κάνει να μην είμαστε μόνο τα δοσμένα μας, που μας κάνει να είμαστε πέρα από την επιβίωση. Γιατί το σεξ είναι στο στοιχείο της ανάγκης, ενώ ο έρωτας είναι στο επίπεδο της επιθυμίας. Άρα, όταν μπαίνουμε με ερωτική διάθεση ως προς τη ζωή, αναδεικνύουμε την επιθυμία για τη ζωή. Δεν είναι που μπορούμε να καλύψουμε απλώς κάποιες ανάγκες, και αυτό είναι που μας μετουσιώνει σε έρωτα ή τίποτα.

ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΕΔΩ: https://www.ow.gr/psychologia/einai-o-erotas-to-noima-tis-zois-o-psixiatros-dimitris-karagiannis-apantaei/?fbclid=IwAR2a3uL20NEzZwi1sFmCMCRck4vioebBTEbpvbHlNWfeQ6IFTQm0dfLsLio