Το πρώτο κύμα της καραντίνας κατά της εξάπλωσης του κορωνοϊού άφησε μεν τον τραγικό απολογισμό περίπου 180 νεκρών (αρχές Ιουνίου) και σοβαρών οικονομικών επιπτώσεων, όμως στο μεγαλύτερο ποσοστό των Ελλήνων άφησε και μία πρωτόγνωρη γλυκιά εμπειρία: Αυτή της επιστροφής στα “οικεία”, του ανταμώματος ξανά όλης της οικογένειας, του κοινού, ποιοτικού χρόνου που σε πολλούς έδωσε την ευκαιρία να ασχοληθούν με ενδιαφέροντα που για καιρό είχαν παραμελημένα, να φροντίσουν τον εαυτό τους, αλλά και τους ανθρώπους τους.
Μετά ήρθε το καλοκαίρι, τα μέτρα χαλάρωσαν και οι άνθρωποι μαζί τους, αυτό έφερε δυστυχώς αύξηση στα κρούσματα και τους θανάτους, και όσο το φθινόπωρο και η επιστροφή στη ρουτίνα πλησίαζαν τόσο οι φωνές των επιστημόνων για επαγρύπνηση δυνάμωναν. Τα σχολεία άνοιξαν, με μια εβδομάδα καθυστέρηση από την αρχική πρόβλεψη και με πρωτόγνωρα για τους μαθητές μέτρα: Υποχρεωτική χρήση μάσκας εντός των συχνά ασφυκτικά γεμάτων αιθουσών και αποστάσεις μεταξύ των παιδιών, με σκοπό να περιοριστεί ει δυνατόν η διασπορά, στη σχολική κοινότητα. Και σχεδόν ταυτόχρονα άνοιξε και το… Κουτί της Πανδώρας.
Η σύμπνοια και η αλληλεγγύη που φάνηκε να χαρακτηρίζει τους Έλληνες πολίτες κατά το #ΜένουμεΣπίτι του πρώτου καιρού, μεταλλάχθηκε μέσα σε λίγες μόλις ημέρες σε διχασμό και συγκρούσεις μεταξύ όσων στέκονται υπέρ και κατά της χρήσης μάσκας. Είδαμε γονείς, οι οποίοι μέχρι πρότινος συμβουλεύονταν τις υποδείξεις του καθηγητή Τσιόδρα, τώρα να αμφισβητούν όχι μόνο τους Έλληνες λοιμωξιολόγους μα ακόμα και την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα και -το χειρότερο- να μη διστάζουν ακόμα και να βιαιοπραγήσουν, αντιδρώντας στην επιβολή των νέων μέτρων που, σαφώς και δεν αρέσουν σε κανέναν, αλλά κατά κοινή ομολογία του 99% των επιστημόνων του πλανήτη, αποκλειστικό στόχο έχουν να μας προφυλάξουν από μια εξαιρετικά σοβαρή νόσο που μέχρι σήμερα έχει σκοτώσει 350 συμπολίτες μας.
Αναρωτηθήκαμε πολλές φορές τι συμβαίνει στο μυαλό αυτών των ανθρώπων και δη των γονιών που αντιδρούν με τέτοιο τρόπο στα μέτρα κατά της πανδημίας, αναρωτηθήκαμε ασφαλώς και τι επιπτώσεις θα έχει σε επίπεδο της ψυχικής μας υγείας (και δη των παιδιών μας) το δεύτερο κύμα αυτής και το ενδεχόμενο νέου lockdown και τελικά αναζητήσαμε τις χρυσές συμβουλές του Παιδοψυχίατρου και Ψυχοθεραπευτή, με ειδίκευση σε οικογενειακά ζητήματα, καθηγητή Δημήτρη Καραγιάννη, τον οποίο είχαμε την ευκαιρία να συναντήσουμε στο γραφείο του, στο Κέντρο Παιδοψυχικής Υγιεινής.
Τι άφησε το πρώτο κύμα της πανδημίας στα Ελληνόπουλα
“Κατά την διάρκεια της καραντίνας της περασμένης άνοιξης υπήρξε δυσκολία για τις περισσότερες ελληνικές οικογένειες, αλλά υπήρξε και μία ευκαιρία να δουν οι άνθρωποι τα θετικά όλου αυτού -μια υπέρβαση” μας λέει ο κ. Καραγιάννης. Τονίζει, βέβαια, ότι ενώ τα περισσότερα παιδιά βίωσαν την περίοδο εκείνη ομαλά έως και ευχάριστα, οι έφηβοι κατέφυγαν στο διαδίκτυο και “κλείστηκαν στον φαντασιακό αυτό κόσμο σε βαθμό εξάρτησης, κάτι που δυστυχώς προβλέπουμε, ότι θα έχει επιπτώσεις στο μέλλον, ειδικά στις περιπτώσεις που η παρουσία των γονιών και της οικογένειας ήταν περιορισμένη.”
Οι 5 λόγοι που οι γονείς αρνούνται την επιβολή των νέων μέτρων
Τι συνέβη, όμως, μετά; Πώς ήρθαν τα πάνω-κάτω στη στάση πολλών πολιτών; Σύμφωνα με τον παιδοψυχίατρο, δεν είναι ένας μα πολλοί οι παράγοντες που οδηγούν αμέτρητους γονείς να αρνούνται την επιβολή των νέων μέτρων για τα παιδιά τους:
“Πρώτα απ’όλα είναι ένας ψυχοπαθολογικός μηχανισμός άρνησης, ο οποίος εμφανίζεται σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού, το οποίο βλέπει τον κίνδυνο και προκειμένου να μην τον αντιμετωπίσει αρνείται την ύπαρξή του. Πρόκειται για έναν μηχανισμό που ενεργοποιείται στον άνθρωπο σε στιγμές πένθους ή απώλειας: Αρνείται να δεχτεί αυτό που τον πονάει.”
Ο κ. Καραγιάννης μας εξηγεί, ότι και στο πρώτο κύμα της πανδημίας αντέδρασαν αρνητικά οι άνθρωποι που βιώνουν την παραπάνω άρνηση, όμως λόγω των πολύ αυστηρών μέτρων και του συνολικού Lockdown, δεν είχαν περιθώριο να προχωρήσουν στην εκδήλωση αυτής της άρνησης -τώρα μπορούν.
“Ο δεύτερος παράγοντας έχει να κάνει με το γεγονός, ότι η εποχή μας αλλάζει με τρόπους που μεγάλες ομάδες πληθυσμού δεν μπορούν να παρακολουθήσουν. Αυτή τη στιγμή έχουμε μπει σε έναν άλλο πολιτισμό που δεν μπορούμε να κάνουμε ότι δεν βλέπουμε: Η ψηφιακότητα σε όλες της τις μορφές αλλάζει όχι μόνο το πλαίσιο μέσα στο οποίο ζούμε, αλλά και εμάς τους ίδιους στον τρόπο με τον οποίο υπάρχουμε. Πλέον αποτελεί κομμάτι του εαυτού μας, μέσω του κινητού, του tablet, του υπολογιστή κ.λ.π. Και εμείς μετέχουμε σε αυτές τις αλλαγές, είτε το γνωρίζουμε είτε όχι. Υπάρχει, όμως, μεγάλο ποσοστό αυτών που δεν μπορούν να ‘μπουν’ σε αυτή την κατάσταση και την αντιλαμβάνονται σαν εισβολή στη ζωή τους. Σαν να έρχεται κάτι απ’έξω που δεν το φαντάζονταν και αυτό το ‘απ’έξω’ τους οδηγεί στο να χάσουν το πρόσωπό τους. Μπορεί, λοιπόν, οι άνθρωποι αυτοί να είναι φιλικοί και ανθρώπινοι στους δικούς τους, όμως βγάζουν μία παρανοειδή στάση απέναντι σε οτιδήποτε ξένο που έρχεται και εισβάλλει στη ζωή τους, γι’αυτό π.χ. συνδέουν το εμβόλιο κατά του κορωνοϊού με πράγματα που δεν στέκουν, π.χ. με το 5G. Οι συνδέσεις αυτές μοιάζουν γελοίες, όμως μπορούμε να τις καταλάβουμε αν δούμε πώς σκέφτονται αυτές οι μεγάλες ομάδες πληθυσμού διαφορετικών συχνά ιδεολογικών κατευθύνσεων. Πρόκειται συχνά για ανθρώπους ακόμα και μορφωμένους, μα κολλημένους στο παρελθόν -δεν πρόκειται για νοητική διαδικασία μα συναισθηματική κατάσταση. Συμφωνώ, ότι δεν πρέπει να χαθεί το παρελθόν, αλλά δεν γίνεται να μείνουμε κολλημένοι σε αυτό. Είναι λάθος να νοσταλγούμε το παρελθόν, γιατί στην ουσία το παρελθόν είναι η παιδική μας ηλικία -δεν μπορούμε να ξαναγίνουμε παιδιά και να είμαστε ξένοιαστοι. Πρέπει να μπούμε στις νέες καταστάσεις.”
Ως τρίτο παράγοντα, ο κ. Καραγιάννης αναφέρει την καθυστερημένη εφηβική αντίδραση: “Όπως βγάζουν αντίδραση οι έφηβοι στους γονείς, κάποια άλλοτε ‘καλά παιδιά’ που δεν αντέδρασαν ως έφηβοι, νιώθουν τώρα σημαντικοί παλεύοντας με τους ανεμόμυλους, κάνοντας την επανάστασή τους -μια επανάσταση που δεν έκαναν όταν έπρεπε.”
Άλλος ένας παράγοντας που οδηγεί σε αυτές τις αντιδράσεις είναι το μεσογειακό ταμπεραμέντο του λαού μας: “Για τους Έλληνες η έκφραση του προσώπου είναι πολύ σημαντική. Θέλουμε να είμαστε πρόσωπα και όχι μάσκες. Θέλουμε να επικοινωνούμε τις εκφράσεις μας. Αυτή η δυσκολία μας, όμως, με τις μάσκες είναι κάτι που θα πρέπει να μας βοηθήσει να συνειδητοποιήσουμε, ότι φοράμε τη μάσκα όχι γιατί μας αρέσει, αλλά γιατί θέλουμε να υπάρχουμε και έπειτα από κάποιους μήνες που δεν θα χρειάζεται η μάσκα. Λαχταράμε να ξαναβρεθούμε χωρίς μάσκες, οπότε πρέπει να καταλάβουμε ότι εχθρός μας δεν είναι η μάσκα αλλά ο ιός. Δεν φοράμε μάσκα για να κρυφτούμε ο ένας από τον άλλο, αλλά για να φροντίσουμε να συνεχίσουμε να υπάρχουμε.”
Τέλος, ο ειδικός κάνει αναφορά στην κατηγορία των παιδοκεντρικών οικογενειών: “Είναι οι μητέρες που θα πάνε να μαλώσουν τον συμμαθητή του παιδιού τους, επειδή π.χ. τον έσπρωξε, είναι όλοι εκείνοι που θεωρούν, ότι προστατεύουν το παιδί τους, αλλά στην πράξη το κλέβουν. Αυτοί οι γονείς πρέπει να καταλάβουν ένα πράγμα: Τα παιδιά ΔΕΝ είναι καημένα. Χρειάζονται φροντίδα ΟΧΙ προστασία. Η ψυχική ανθεκτικότητα δεν ανθεί μέσα στα θερμοκήπια. Αν αρχίζουμε να κοιτάζουμε τα παιδιά σαν καημένα, τότε θα γίνουν καημένα. Δεν είναι τυχαίο, ότι αγοράκια τα οποία κάποτε φροντίστηκαν υπερβολικά από τη μητέρα τους είναι ‘ξεπεσμένοι πρίγκιπες’ σήμερα και δεν μπορούν να είναι ερωτικοί ως προς τη σύντροφό τους, γιατί ζητάνε από αυτήν να τους φροντίζει. Αντίστοιχα και για τα κορίτσια που μεγαλώνουν ως ‘κουκλίτσες του κουκλόσπιτου’, ζητώντας διαρκώς φροντίδα από τον μπαμπά τους.
Μου έκαναν μεγάλη εντύπωση οι εικόνες των παιδιών που οι γονείς τους αρνιόντουσαν να μπουν στο σχολείο με μάσκα. Είχαν λυπημένη έκφραση, ήταν πονεμένα, δεν ήταν χαρούμενα, δεν καμάρωναν τους γονείς τους που τους προστάτευαν, όχι μόνο εξαιτίας κοινωνικών λόγων, αλλά και επειδή τους στερούσαν την ευκαιρία της συμμετοχής στο σχολείο με τα άλλα παιδιά. Φέτος υπήρξαν παιδιά που λαχτάρισαν να πάνε στο σχολείο. Και αυτό το κλέβουν οι γονείς από τα παιδιά αυτά. Θυσιάζουν το παιδί τους στο όνομα της ιδεοληψίας τους, εν ονόματι του καλού του παιδιού τους.”
Τι επίδραση έχει αυτή η συμπεριφορά των γονιών στα παιδιά τους; “Αυτά τα παιδιά είτε θα πιστέψουν το αφήγημα του γονιού, ότι έρχεται η καταστροφή από παντού, είτε θα αμφισβητήσουν και θα έρθουν σε αντιπαλότητα με τους γονείς τους και θα πάψουν να τους εμπιστεύονται. Επιπλέον, αν τα παιδιά δεχτούν αυτή την κατάσταση θα είναι ‘καημένα’. Δεν θα νιώθουν σημαντικά όπως τα άλλα. Η εμπειρία μου από παιδιά που βιώσουν σεισμούς και φυσικές καταστροφές λέει, ότι εκείνα που μετείχαν κατά τις δυνάμεις τους στις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας τότε, είναι αυτά που βγήκαν και πιο ισχυρά, συγκριτικά με αυτά που προστατεύτηκαν και εμφάνισαν φοβίες. Άρα υπάρχει περίπτωση να αναπτύξουν φοβίες τα σημερινά αυτά παιδιά, καθώς θα αναπτύσσονται στην κοινωνία.”
Ο κ. Καραγιάννης συνεχίζει: “Με ποιο δικαίωμα θέλουμε να προστατεύσουμε το παιδί από τη μάσκα; Μήπως θα έπρεπε να βάλουμε μπούργκα στους γονείς που έχουν κατεβασμένα μούτρα; Να μην καλύπτουν απλώς το στόμα τους, αλλά και τα μάτια τους, όταν κοιτάζουν με βλέμμα απογοήτευσης, πίκρας, πόνου, δυσφορίας το παιδί τους, σαν να μην το εμπιστεύονται, σαν να μην πιστεύουν σε αυτό; Εκείνη την ώρα που δηλώνουν ότι πάνε να το προστατεύσουν, συνειδητοποιούν πόσο τοξικότητα βάζουν; Το εμβόλιο είναι πολύ σημαντικό στους ιούς γιατί εμπιστεύεται τον αμυντικό μηχανισμό των ανθρώπων. Το ίδιο πράγμα έχουμε και με την ψυχική πορεία των παιδιών μας. Τα βάζουμε αντιμέτωπα με τις μικρές δυσκολίες, να τα βγάλουν πέρα τώρα, ώστε -σαν εμβόλιο- να τα βγάζουν πέρα και αργότερα με τις πραγματικές δυσκολίες της ζωής”.
Η μάσκα ας καταγραφεί ως συμμετοχή των παιδιών στα κοινά
Στον αντίποδα της αντιμετώπισης της μάσκας ως μέτρο που καταπατά τα δικαιώματά τους, ο κ. Καραγιάννης προτείνει να την θεωρήσουν τα σημερινά παιδιά ως ένα μέσο συμμετοχής τους στο καλό της κοινωνίας. “Συνηθίζουμε να λέμε, ότι τα σημερινά παιδιά, με την ενασχόλησή τους με τα social media και τη λαχτάρα τους κάθε τόσο για Likes, εμφανίζουν μια συμπεριφορά ναρκισσιστική, κατά την οποία ενδιαφέρονται μόνο για την δική τους προβολή. Η χρήση μάσκας αποτελεί μια ευκαιρία να ξεφύγουν τα παιδιά από αυτή τη συμπεριφορά, να μάθουν να συμμετέχουν στην φροντίδα της οικογένειας, της ομάδας κ.ο.κ. Οι γιαγιάδες, οι παππούδες, οι μεγάλοι γονείς δεν είναι άνθρωποι που υπάρχουν στη ζωή μας μόνο για να μας προσφέρουν. Θέλουν και το νοιάξιμο και το ευχαριστώ μας. Δεν ζητάμε από τα παιδιά να το δείξουν με το να υποταχθούν (όπως στο παρελθόν), αλλά με μία στάση ζωής μέσω της οποίας θα καταλάβουν και τα ίδια ότι μετέχουν σε κάτι καλό.”
Ο κορωνοϊός δίνει στα παιδιά μας μια καταπληκτική ευκαιρία: Να πάρουν Όρκο Ζωής
Ολοκληρώνοντας την κουβέντα μας με τον κ. Καραγιάννη, αναζητάμε μία φωτεινή ακτίνα στο ζοφερό τοπίο που συνεχίζει να εξελίσσεται μπροστά μας: “Σε μια εποχή που πολλοί αρνούνται τη μάσκα και την καταγγέλλουν ως φίμωτρο, μας δίνεται μια μοναδική ευκαιρία: Με αφορμή τον κορωνοϊό, να μιλήσουμε στα παιδιά μας, με λόγια ταιριαστά πάντα για την ηλικίας τους, για θέματα αρρώστιας-θανάτου, όχι με τρόπο φοβιστικό σαν απειλή για τη ζωή τους, αλλά σαν γνώση και πληροφορία, ότι υπάρχει και αυτό το στοιχείο στη ζωή μας. Έτσι, θα κάνουμε στα παιδιά ένα ‘υπαρξιακό εμβόλιο’ για το πώς θα δώσουν νόημα στη ζωή τους. Είναι πολύ σημαντικό τα παιδιά από πολύ νωρίς να πάρουν Όρκο Ζωής. Τους όρκους ζωής που πήραμε μέσα σε δύσκολες καταστάσεις είναι αυτοί που μας σώζουν για όλη την υπόλοιπη ενήλικη ζωή μας. Ας μιλήσουν, λοιπόν, οι γονείς στα παιδιά τους για τα σημαντικά θέματα της ζωής που δεν θα είναι μόνο το ζακετάκι και το υγιεινό φαγητό, άλλα και το αξιακό σύστημα που θα τους επιτρέψει η ζωή τους να μην είναι απλώς μία επιβίωση, αλλά ένα έδαφος όπου θα μπορέσουν να αφήσουν το στίγμα τους. Τα παιδιά αυτά θα έχουν ένα πολύτιμο στοιχείο στη ζωή τους, αν οι γονείς τους μπορέσουν να μη χάσουν το βλέμμα τους: Ένα βλέμμα που θα αγκαλιάζει, θα αναδεικνύει, θα χαϊδεύει και θα λέει στο παιδί ότι ‘είσαι μοναδικό και έχεις τη δυνατότητα να γίνεις μοναδικό’ – το βλέμμα που ενισχύει τις δυνάμεις και τις δεξιότητες που δεν υφίστανται σήμερα πάρα μόνο εν δυνάμει.”
Στο ενδεχόμενο ενός νέου lockdown, o κ. Καραγιάννης ανακαλεί τα λόγια του καθηγητή Τσιόδρα λέγοντας “βήμα βήμα” και μας εξηγεί, ότι είναι μία περίοδος κατά την οποία ναι μεν κάνουμε πλάνα για το μέλλον, αλλά εστιάζουμε στο να μη χάσουμε και το τώρα. “Αυτό στο οποίο πρέπει να στοχεύσουμε τώρα είναι, μετά από έναν χρόνο, να μην έχουμε ξεχάσει και να έχουμε κερδίσει από οποιαδήποτε δυσκολία θα έχει προκύψει, οικονομική, κοινωνική, υγείας κ.λ.π. Εμένα αυτό με απασχολεί: Η έννοια της εμπειρίας μας. Γιατί επιλέγουμε κάθε φορά τι θα μείνει. Και το πιο σημαντικό είναι να μείνει η επεξεργασμένη μνήμη μας, όχι η γκρίνια για τα δύσκολα αλλά η δύναμη ότι τα βγάλαμε πέρα. Μόνο έτσι, η γενιά των παιδιών της μάσκας θα είναι αυτή που θα μας κυβερνήσει με όραμα με ψυχή και με πρόσωπο”.
Και με το σχολείο τι γίνεται; Πώς επηρεάζονται τα παιδιά και δη οι έφηβοι και οι τελειόφοιτοι με την αναστάτωση στο σχολικό περιβάλλον; “Είναι εσφαλμένη η στάση των γονιών όταν ανησυχούν για λάθος πράγματα. Σήμερα η επιλογή επαγγέλματος δεν τερματίζεται στη σχολή που μπαίνει κανείς. Θα αλλάξουμε τουλάχιστον 7 στάσεις για την εργασία μας όσο είμαστε ζωντανοί και δημιουργικοί. Το ζήτημα δεν είναι να πιέσουμε τους έφηβους να διαβάσουν και να πάρουν βαθμούς, αλλά να πετύχουμε να είναι ζωντανοί και δημιουργικοί! Στόχος είναι να μάθουν τα παιδιά ότι δεν παραιτούμαστε. Και αυτό το μαθαίνουν μόνο όταν βλέπουν τους ίδιους τους γονείς τούς να μην παραιτούνται”.