Τα τελευταία χρόνια έχει δοθεί μεγάλη έμφαση στη μελέτη των συνεπειών τραυματικών συμβάντων στην ψυχική υγεία των ανθρώπων.
Εκτεταμένες μελέτες πιστοποιούν την εμφάνιση ψυχικών διαταραχών του τύπου της κατάθλιψης, στα άτομα που έχουν βιώσει μια έντονα τραυματική κατάσταση.
Η κοινωνιολογική μελέτη του μετατραυματικού συνδρόμου καταδεικνύει τις συνέπειες από την καταστροφή του ευρύτερου οικογενειακού και κοινοτικού προστατευτικού δικτύου στις σύγχρονες αστικές κοινωνίες.
Η έκθεση σε συγκλονιστικές εμπειρίες που αγγίζουν τον θάνατο, θέτει αμείλικτα τα υπαρξιακά ερωτήματα. Ανοίγονται δύο μονοπάτια μπροστά σε τέτοιου είδους κρίσεις. Άλλοι καταρρέουν και αποθαρρύνονται με σπασμένο ηθικό και άλλοι ωριμάζουν και αναπτύσσονται.
Η υπαρξιακή προσέγγιση δεν αμφιβάλλει για τις επώδυνες συνέπειες που δυνητικά μπορεί να επιφέρει η όποια καταστροφή, στη ψυχική υγεία αυτού που θα την υποστεί. Δεν αποδέχεται όμως την μονομερή καταγραφή των ψυχοπαθολογικών συνεπειών, δίχως την αντίστοιχη καταγραφή και των θετικών δυνάμεων που ενδεχομένως αναδύονται από την θεραπευτική επεξεργασία των αρνητικών εμπειριών.
Οι υπαρξιακοί θεραπευτές της «Αντίστιξης», που έχουν βρεθεί στην πρώτη γραμμή συμπαράστασης σε μεγάλες καταστροφές όπως στους μεγάλους σεισμούς και στις εκτεταμένες πυρκαγιές, όπως και σε ανθρώπινες τραγωδίες από μεγάλα αεροπορικά δυστυχήματα ή ναυτικά ναυάγια, έχουν ως στόχο τους την αναγνώριση και την ανάδειξη των δυνάμεων και των ικανοτήτων των ανθρώπων που τους εμπιστεύονται, αφού δεν τους αντιμετωπίζουν ως ασθενείς, αλλά ως ανθρώπους που βρίσκονται σε κομβικό σημείο της ζωής τους.
Η επεξεργασμένη εμπειρία του πόνου δημιουργεί αντισώματα για την υπόλοιπη ζωή, κάνει τον άνθρωπο πιο ταπεινό, καθώς συνειδητοποιεί τα όριά του. Μαθαίνει να ξεχωρίζει το σημαντικό από το δευτερεύον.
Όταν οι άνθρωποι μετέχουν και φροντίζουν τη δυστυχία των άλλων, τότε τελικά μαθαίνουν να διαχειρίζονται τον πόνο και να τον μετουσιώνουν σε σοφία.