Εισαγωγή
Το αντικείμενο της σημερινής εκδήλωσης είναι ένα θέμα που θα ήταν πολύ ελκυστικό για την τηλεόραση, δηλαδή για την αγορά του θεάματος.
Οι κάμερες και οι δημοσιογράφοι:
• καταγγέλλουν
• δείχνουν αποκλειστικά ρεπορτάζ
• κάνουν παρατηρήσεις και σχόλια:
– «Ξεσκεπάζουμε το πέπλο σιωπής που σκέπαζε το ανθρωπόμορφο τέρας»
– « Ο αδίστακτος θύτης»
– «Ο απάνθρωπος πατέρας»
και για τις ανάγκες του σόου, δείχνουν και ξαναδείχνουν τη σκηνή, που ο θύτης κρύβει το πρόσωπό του.
Θα κυνηγήσουν να βρουν αποκλειστικά σχόλια από το ίδιο το παιδί, που θα σκεπάσουν το πρόσωπό του, αλλά θα του ξεγυμνώσουν την ψυχή του.
• Θα ηδονίζονται καθώς θα καταγγέλλουν
• Θα μιλήσουν για τις ευθύνες της Πολιτείας
• Θα ζητήσουν την επέμβαση του εισαγγελέα
• Θα εκφράσουν πικρά σχόλια για την σύγχρονη κοινωνία και μετά θα ασχοληθούν με το επόμενο νέο σκάνδαλο.

Η εργασία του θεραπευτή όμως, δεν είναι να ξεσκεπάσει, να κρίνει και να καταγγείλει, αλλά να αίρει, να σηκώνει το τεράστιο αυτό φορτίο δυσλειτουργίας.
Αιμομιξία. Γενικά
Η απαγόρευση της αιμομιξίας είναι η βασική έννοια της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης.
(Φρ. Ντολτό)
Η απαγόρευση της αιμομιξίας αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη απαγόρευση (ταμπού) πάνω στην οποία είναι στερεωμένη η οικογένεια και η κοινωνία μας. Η απαγόρευση της αιμομιξίας είναι νόμος του ζειν, που στα πλαίσια της παραδοσιακής κοινωνίας εκφραζόταν ως θρησκευτικός όρος και περιβαλλόταν με την ισχύ του ιερού, προκειμένου να προστατευτεί η συνέχιση της ζωής.

Ενώ ο έρωτας εκφράζει την ζωή, η αιμομιξία είναι το κτύπημα ενάντια στην ζωή του παιδιού-θύματος. Η πράξη της αιμομιξίας εμπλέκει το παιδί κατά τρόπο ώστε, να του ακυρώνει την δυνατότητα της ανάπτυξης μιας φυσιολογικής ερωτικής ζωής. Το παιδί εμπλέκεται και χρησιμοποιείται, γίνεται συνένοχο και χάνει την δυνατότητα να έχει την αθωότητα της εμπιστοσύνης προς τον γονιό του.

Η αιμομιξία είναι:

• αντιερωτική
• στέρηση
• μιζέρια
• κλείσιμο
• έγκλημα

Αφού η αιμομιξία
* …χρησιμοποιεί το παιδί
* …το κάνει συνένοχο
* …ακυρώνει την δυνατότητα του μελλοντικού έρωτα.
Οικογενειακά δυναμικά
Η απομόνωση της οικογένειας, αναφέρεται στην βιβλιογραφία, ως ένας καθοριστικός παράγοντας στην ανάπτυξη της αιμομιξίας. Η συστημική προσέγγιση, δίνει έμφαση στον ρόλο αυτού του «συμπτώματος», για την διατήρηση της ομοιόστασης της συγκεκριμένης οικογένειας. Με δομικούς όρους, η απομόνωση της “αιμομικτικής οικογένειας” ερμηνεύεται σε σχέση με τα όρια. Περιγράφονται ως οικογένειες, τα εσωτερικά όρια των οποίων είναι διάχυτα, αλλά τα εξωτερικά όρια είναι άκαμπτα.

Οι γονείς δεν έχουν σημαντική επαφή με ενήλικες έξω από το σπίτι. Ο πατέρας δείχνει να αναζητά την σεξουαλική εμπειρία, έξω από την συζυγική σχέση. Οι μητέρες εμφανίζονται αποσυρμένες και αδύναμες. Αποτελεί χαρα¬κτη¬ριστικό των περισσότερων οικογενειών, να έχουν οι κόρες μεγαλύτερη εξουσία στο σπίτι από τις μητέρες.

Το συναισθηματικό κλίμα της οικογένειας χαρακτηρίζεται από την παραίτηση, την εγκατάλειψη, την μιζέρια, το μοιραίο, την πίκρα και την οργή.

Στη βιβλιογραφία, υφίσταται μία αξιοσημείωτη απουσία άρθρων για το ευρύτερο οικογενειακό σύστημα και την δυνατότητα ύπαρξης άλλων ευρύτερων υποστηρικτικών συστημάτων.

Οι Τ.Gutheil και Μ.Avery (1977) αναφέρονται επίσης σε άκαμπτο εξωτερικό όριο, δηλώνοντας ότι “η γραμμή ανάμεσα στο εσωτερικό και εξωτερικό της οικογενειακής μονάδας, θεωρήθηκε από τον Joneses σαν ένα χάσμα που χωρίζει δύο διαφορετικά επίπεδα ύπαρξης, δύο διαφορετικούς κόσμους”.

Η Ρ.Alexander (1985) σχολιάζει ότι, η εμφανής απομόνωση της οικογένειας εξηγεί την ύπαρξη της αιμομιξίας. Δηλώνει ότι: “Η οικογένεια ήταν σαφώς αποκλεισμένη από το περιβάλλον ” και “η αιμομιξία μπορεί να θεωρηθεί ότι προκαλείται ή τουλάχιστον ευνοείται από την έλλειψη κοινωνικών σχέσεων “.

Τίθενται βέβαια σημαντικές ενστάσεις, για το εάν η απομόνωση είναι επιλογή όλης της οικογένειας ή αποτέλεσμα εκφοβισμού από τον πατέρα, που επιβάλλει τους κανόνες του, πάνω στα άλλα μέλη της οικογένειας.
Ο Ειδικός απέναντι στην αιμομιξία
Ο ειδικός παιδοψυχίατρος έχει ως στόχο του την προστασία της παιδικής ψυχής, ώστε να επιτρέπεται μια φυσιολογική ανάπτυξη. Πρέπει να γνωρίζει το βάθος της εμπλοκής, αλλά να επιλέγει, σύμφωνα με το συμφέρον της συγκεκριμένης περίπτωσης, μέχρι που θα εισχωρήσει. Να αναμένει τις αντιδράσεις εκδραμάτισης (acting out) εκ μέρους των γονιών, ώστε να μην αντιδρά με πανικό.

Ο ειδικός κατακλύζεται από έντονα συναισθήματα, καθώς γίνεται κοινωνός του τραυματισμού του παιδιού, κατά την αποκάλυψη της αιμομικτικής πράξης. Είναι σημαντικό να μπορεί να κρατά ζωντανό το θετικό συναίσθημά του προς το παιδί, δίχως όμως να παρασυρθεί σε συναισθήματα οίκτου, γιατί αυτό θα γίνει αφορμή εμπλοκής. Κινδυνεύει να ταυτισθεί με το τραυματισμένο παιδί και να επιτεθεί, με την εξουσία που διαθέτει, στον θύτη. Επιπλέον κινδυνεύει να ενοχοποιήσει το παιδί για την τιμωρία που υφίσταται ο γονιός του. Τότε όμως, κινδυνεύει να προκαλέσει στο παιδί συναισθήματα αβεβαιότητας και ανασφάλειας, αφού είτε θα απομακρυνθεί από την οικογένειά του, είτε θα παραμείνει μέσα σ΄αυτή, αλλά απροστάτευτο…

Αν πάλι ο θεραπευτής ταυτισθεί με την αδύναμη πλευρά του παιδιού και φοβηθεί την εμπλοκή του στο περιστατικό, κινδυνεύει να νιώθει έντονες ενοχές, για την δική του συμμετοχή στην παραμέληση. Ακολούθως, θα χρησιμοποιήσει την διανοητικοποίηση για να καθησυχάσει τις ενοχές του, ισχυριζόμενος ότι διάφοροι «αντικειμενικοί» λόγοι τον εμποδίζουν να αναλάβει το περιστατικό.

Ο ειδικός λοιπόν, βρίσκεται αντιμέτωπος με το δικό του σύστημα αξιών, με τις δικές του εμπειρίες και με τα δικά του συναισθήματα.

Κάποιοι ειδικοί θα φροντίσουν να αποφύγουν την εμπλοκή τους με περιστατικά αιμομιξίας, λόγω των δικών τους συναισθημάτων. Επιλέγουν να παραπέμπουν αλλού, τις περιπτώσεις της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης, αναγνωρίζοντας ότι δεν μπορούν να δώσουν την βοήθεια που νιώθουν ότι χρειάζεται. Κάποιοι άλλοι θα θεωρήσουν ότι τα δικά τους θεραπευτικά πλαίσια δεν είναι κατάλληλα για την αντιμετώπιση τέτοιων περιπτώσεων. Άλλοι ενώ αναγνωρίζουν το πρόβλημα, ανταποκρίνονται ανεπαρκώς. Τέλος, κάποιοι άλλοι ειδικοί θα είναι αυτοί που θα αναλάβουν. Γιατί αυτοί;

Τα συναισθήματα του ειδικού εμπρός στο γεγονός της αιμομιξίας είναι έντονα και μεγάλου εύρους.

• πίεση από το βάρος του γεγονότος
• περιέργεια προς μια κατάσταση που ξεφεύγει από τις συνήθεις
• λύπη, πόνο, σφίξιμο, πάγωμα, για τις συνέπειες της πράξης στο παιδί και τον εξευτελισμό της ανθρώπινης υπόστασης
• θυμό αρχικά ενάντια στον δράστη και κατόπιν πιθανά και σε άλλα εμπλεκόμενα μέλη
• οργή εμπρός στην συχνή προσπάθεια συγκάλυψης της πράξης
• φόβο απέναντι στην σφοδρότητα της ψυχοπαθολογίας, αλλά και κάποιες φορές από τις απειλές του δράστη
• αδυναμία, τάση για φυγή, ακινησία, αδιαφορία από την έλλειψη κινήτρου και αιτήματος εκ μέρους των εμπλεκόμενων ή από την κόπωση από προηγούμενες αποτυχημένες προσπάθειες
• απόγνωση από τις συνεχείς προσπάθειες ακύρωσης κάθε συμβολαίου
• τρυφερότητα, συμπάθεια, έγνοια, ενδιαφέρον, αγάπη για το παιδί – θύμα.
• μπλέξιμο, αμφιθυμία, αντίφαση απέναντι στους γονείς.
• ενοχές από την αίσθηση ανεπάρκειας και την τάση εγκατάλειψης του περιστατικού.
• δέσμευση και ελπίδα με την ανάληψη της ευθύνης του περιστατικού.
Θεραπευτική παρέμβαση στην παιδική σεξουαλική κακοποίηση
Ο θεραπευτής εμπρός στο περιστατικό αιμομιξίας που θα κληθεί να αντιμετωπίσει, αντιμετωπίζει το ερώτημα γύρω από τον ρόλο του στην συγκεκριμένη υπόθεση.

Ως γνωστόν, για την πραγμάτωση μιας θεραπείας απαιτείται ένα θεραπευτικό συμβόλαιο που προβλέπει ότι ο πελάτης-ασθενής ζητά να βοηθηθεί από τον θεραπευτή, που ο ίδιος έχει επιλέξει και εμπιστεύεται. Οι θεραπευτές έχουν επίσης το δικαίωμα της επιλογής του πελάτη τους, στον ίδιο βαθμό που έχουν και οι πελάτες για τον θεραπευτή τους.

Το δικαίωμα της διττής επιλογής επιτρέπει την δημιουργία της δια-προσωπικής σχέσης πελάτη-θεραπευτή και την ανάπτυξη ενός θετικού συναισθηματικού κλίματος, όπου ο ασθενής-πελάτης θα εμπιστευθεί στον θεραπευτή τις σκέψεις του και τα προβλήματά του και ο θεραπευτής θα νιώσει μια γνήσια ευαισθησία για τον προσωπικό πόνο που βιώνει ο πελάτης και θα εμπιστευτεί τα λεγόμενά του ασθενή του, αφού θα τους ενώνει ο κοινός στόχος που είναι η θεραπεία.
Η καταστρατήγησή του θεραπευτικού συμβολαίου εκ μέρους του ασθενή σημαίνει και το τέλος της θεραπευτικής σχέσης.

Στις περιπτώσεις όμως αιμομιξίας, ο θεραπευτής καλείται να αντιμετωπίσει χαοτικές σχέσεις και έντονες ακραίες ψυχοπαθολογίες, όχι μόνο δίχως την εμπιστοσύνη, αλλά με την επιφύλαξη και ίσως την αντιπαλότητα του θεραπευόμενου.
Στις περιπτώσεις αιμομιξίας ποιος είναι ο πελάτης; Είναι ο γονιός-δράστης; Είναι το παιδί-θύμα; Είναι η οικογένεια (ποια άραγε οικογένεια); Είναι ο παραπέμπων (εισαγγελέας, πρόνοια, δάσκαλος, ιερέας, γείτονας, κ.λ.π.); Είναι η κοινότητα;
Ο θεραπευτής έχει να συνειδητοποιήσει την φύση και το περιεχόμενο του αιτήματος και του αιτούντος. Έχει να αποφασίσει για το εάν επαρκεί για να ανταποκριθεί σ΄αυτό που του ζητείται. Έχει τέλος, να καταστρώσει το σχέδιο παρέμβασης και τους τρόπους πραγμάτωσής του.

Είναι σαφές ότι ο θεραπευτής ενδύεται από τον αιτούντα την θεραπεία, (όχι βέβαια από τον δράστη), με ένα μανδύα παντοδυναμίας για την λύση μιας τόσο έντονης κατάστασης. Αν ο θεραπευτής άκριτα αποδεχθεί ένα τέτοιο ρόλο σωτήρα, στη συνέχεια θα αποδειχθεί γυμνός και αδύναμος.

Ο θεραπευτής για τον δράστη αποτελεί ένα κρίκο μιας καταδίκης. Δεν εκφράζει την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή, αλλά την απειλή από την εισβολή στα ένοχα μυστικά του, που η αποκάλυψή τους θα σημαίνει την καταδίκη του.
Ο σχεδιασμός της θεραπευτικής παρέμβασης αποτελεί μια σύνθετη και κοπιαστική διεργασία. Εξ΄άλλου και αυτό το ερώτημα, ο θεραπευτικός στόχος, δεν έχει εύκολη απάντηση. Είναι η διακοπή της αιμομικτικής σχέσης ο θεραπευτικός στόχος; Κάτι τέτοιο είναι αρκετό; Πότε και με ποιο κριτήριο θα θεωρηθεί ότι ξεπεράστηκε ο κίνδυνος υποτροπής;

Οι κλινικοί που εργάζονται στο χώρο της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης, συχνά κατακλύζονται από την πολυπλοκότητα και το βάθος του προβλήματος. Κάποιοι δράστες ήταν θύματα κακοποίησης και τα θύματά τους μπορεί να γίνουν δράστες.
Οι θεραπευτές έχουν να αντιμετωπίσουν αυτή την πολυπλοκότητα, αναπτύσσοντας εξ΄ίσου πολύπλοκα θεραπευτικά συστήματα. Να αξιοποιήσουν όλα τα δυνατά σχήματα’ από ομάδες αποκάλυψης, ως μακρόχρονες θεραπευτικές παρεμβάσεις: ατομικές, ομαδικές, οικογενειακές καθώς και μεγαλύτερων συστημάτων.

Η τεκμηρίωση των σοβαρών ψυχολογικών συνεπειών, που επιμένουν σ’ όλη την διάρκεια της ζωής των σεξουαλικώς κακοποιημένων παιδιών, κάνει δραματική την ανάγκη θεραπευτικής παρέμβασης.

Ο άμεσος σκοπός της θεραπείας είναι να τροποποιήσει το περιβάλλον που κακοποιεί, έτσι ώστε το παιδί να είναι ασφαλές από πρόσθετη κακοποίηση. Δεν υπάρχει κανόνας, όσον αφορά το χρονικό διάστημα της θεραπείας, που δεν μπορεί να είναι σύντομο. Οι συγγραφείς προτείνουν τις θεραπευτικές μεθόδους τους, ως τρόπο δημιουργίας περισσοτέρων επιλογών για τους θεραπευτές και όχι σαν αυτές να είναι το παν.

Απαιτούνται περισσότερες μελέτες για να εκτιμήσουμε τις θεραπευτικές παρεμβάσεις σύμφωνα με την έκβασή τους. Η βιβλιογραφία για την θεραπευτική παρέμβαση μειονεκτεί στην ύπαρξη αναδρομικών μελετών (follow-up). Υπάρχουν αναφορές για επιτυχημένη παρέμβαση ομαδικής θεραπείας. Μερικοί κλινικοί περιέγραψαν βελτίωση στην αυτο-εκτίμηση και μείωση των προβλημάτων συμπεριφοράς σε σεξουαλικά κακοποιημένα παιδιά και εφήβους που παρακολούθησαν σε χρονικά-περιορισμένη ομαδική θεραπεία (Carozza and Heirsteiner, 1983′ Furniss et al, 1988′ Verleur et al, 1986).

Η σωστά σχεδιασμένη κλινική έρευνα και παρέμβαση θα οδηγήσει σε πιο αποτελεσματική παρέμβαση και θεραπευτικές στρατηγικές.
Η προσέγγισή στην θεραπεία πρέπει να είναι, όσο αυτό είναι δυνατό, μια προσέγγιση εστιασμένη-στη-λύση. Προτιμάται το πρότυπο με εστίαση-στη-λύση γιατί οδηγεί να ψάξουμε για δυνατότητες ακόμη και στις πιο αποθαρρυντικές περιπτώσεις, υπερβαίνοντας έτσι τις δικές μας προκαταλήψεις.

Ο έμπειρος θεραπευτής ψάχνει ενεργά έτσι ώστε να εστιάσει την συνέντευξη για να συν-δημιουργήσει πρότυπα (patterns) λύσεων, παρά να προσπαθήσει να σταματήσει τα patterns του προβλήματος. Για να το κάνει αυτό, ο θεραπευτής χρησιμοποιεί γλώσσα προσανατολισμένη στην λύση που δημιουργεί προσδοκία αλλαγής, ερωτήσεις προσανατολισμένες στην λύση και στο μέλλον.

Αφού η κλειστότητα της οικογένειας έχει ενοχοποιηθεί για την δημιουργία του προβλήματος της αιμομιξίας, επόμενο είναι η θεραπευτική παρέμβαση να επιδιώκει και να συντηρεί το άνοιγμα της οικογένειας προς την κοινότητα.
Το άνοιγμα αυτό, για να είναι αποτελεσματικό, πρέπει να περιλαμβάνει διαφορετική ξεχωριστή πρόταση για κάθε μέλος. Να αποτελεί προσφορά και όχι τιμωρία, ώστε να μη προκαλέσει αντιστάσεις εκ μέρους της οικογένειας.

Πρόσθετα, αυτός ο προσανατολισμός βοηθά να καταπραΰνει την δίκαιη αγανάκτηση με την οποία αντιμετωπίζεται η αιμομιξία και η οποία εξυπηρετεί μόνο στην περαιτέρω απομόνωση της οικογένειας από τις κοινωνικές πηγές (Alexander, 1985).
Φαίνεται ότι η πολυαξονική παρέμβαση που απευθύνεται στο παιδί-θύμα, στον μη-υπαίτιο γονιό (συνήθως την μητέρα) και στον υπαίτιο έχει την καλύτερη ευκαιρία να αντιστρέψει τα δυσλειτουργικά patterns της οικογενειακής αλληλεπίδρασης σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής σεξουαλικής κακοποίησης.

Αν ο μη-υπαίτιος γονιός αρνείται την κακοποίηση ή είναι ανίκανος να προστατεύσει το θύμα από νέα κακοποίηση, το παιδί πρέπει να μεταφέρεται σε κάποιον συγγενή ή σε ανάδοχη οικογένεια. Εμπρός στην άρνηση συνεργασίας, ο ειδικός θα πρέπει να πάρει ξεκάθαρη θέση. Αν αποκρύψει το γεγονός, αν φανεί αδύναμος, τότε γίνεται συνένοχος Βέβαια, θα πρέπει να ληφθούν όλα τα μέτρα ώστε να προστατευθεί το παιδί από νέα κακοποίηση, στα πλαίσια μιας αποδεικτικής δικαστικής διαδικασίας.
Ειδικοί Ψυχικής Υγείας και Νομική διαδικασία
Η δικαστική διαδικασία είναι μια δύσκολη και επώδυνη διεργασία που μπορεί να περιπλακεί επιπλέον από την έλλειψη άμεσων ενδείξεων, την απουσία μαρτύρων, την ευαίσθητη ηλικία του παιδιού, την σχέση του παιδιού με τον κατηγορούμενο, το χρονικό διάστημα από την υποτιθέμενη κακοποίηση και την τροποποίηση των στοιχείων από τις πολλαπλές εκτιμήσεις και θεραπείες.

Οι μάρτυρες-ειδικοί πρέπει να αντισταθούν στην έλξη της ταύτισης, με την πλευρά που υποστηρίζουν.

Επιπλέον, ο ίδιος ο χώρος της ψυχικής υγείας θα πρέπει να αυτοπροστατευθεί και να είναι αδέκαστος με κάποια ανάξια μέλη του, που είναι διατεθειμένα, έναντι κάποιας χρηματικής αμοιβής, να εμφανιστούν ως μάρτυρες, για να υποστηρίξουν την οιαδήποτε θέση.

Η αβασάνιστη διατύπωση θέσεων των ειδικών στα θέματα αυτά, κινδυνεύει να οδηγήσει μελλοντικά στην διαμόρφωση της άποψης ότι ο χώρος της ψυχικής υγείας είναι αναξιόπιστος.

Διάφοροι επιστήμονες του νομικού χώρου στις Η.Π.Α. έχουν αναφερθεί στις αδυναμίες των ειδικών της ψυχικής υγείας στο δικαστήριο, σε σχέση με τις περιπτώσεις παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης (Cohen, 1985; Gass, 1976; Guyer, 1991; Levy, 1989; McCord, 1986, 1987). Σύμφωνα μ΄αυτούς, η χρησιμοποίηση των ειδικών στον καθορισμό της ενοχής ενός ατόμου όχι μόνο δεν βοηθά την δικαστική απόφαση, αλλά την διαβρώνει, αφού οι ακραίες αποκλίσεις της γνώμης των ειδικών συγχέουν τους δικαστές στην λήψη αποφάσεων.

Οι Horner, Guyer και Kalter (1992) θεωρούν ότι οι κλινικοί της ψυχικής υγείας διαφωνούν εξαιρετικά στις εκτιμήσεις τους για την σεξουαλική κακοποίηση στο πλαίσιο μιας δικαστικής μάχης για κηδεμονία. Ισχυρίζονται για τους ειδικούς ότι: “Κάνουν υποθέσεις που δεν στηρίζονται σε γεγονότα. Υιοθετούν την ενοχή ακόμα και με την μικρότερη ένδειξη και ζητούν, χωρίς ουσιώδη αποδεικτικά στοιχεία, την απαγόρευση της επαφής πατέρα-παιδιού. Ταυτίζονται με τους κατηγόρους και σπάνια μόνο με την υπεράσπιση”.

Σε αντίθεση προς τους ανωτέρω συγγραφείς, έρευνα των Morrison και Greene (1992) αναφέρει ότι μια πιο επιλεγμένη ομάδα έμπειρων και καλά εκπαιδευμένων ειδικών, μπορούσαν να δώσουν σημαντικές υπηρεσίες στο δικαστήριο, εκπαιδεύοντας τους λιγότερο ενημερωμένους δικαστές και ενόρκους με αξιόπιστες απόψεις.

Αν το έργο αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο, τότε χρειαζόμαστε εξαιρετικά καλά εκπαιδευμένους ειδικούς για να απαντήσουν στην πρόκληση. Για να εκτιμηθούν αυτές οι πολύπλοκες περιπτώσεις, οι ειδικοί απαιτείται να διαθέτουν βαθιές γνώσεις για την ανάπτυξη και την ψυχοπαθολογία του παιδιού, την ανθρώπινη σεξουαλικότητα, τα οικογενειακά δυναμικά, το πολιτισμικό επίπεδο, το βιολογικό υπόβαθρο, την σημασία της μεταβίβασης και αντιμεταβίβασης, την ερευνητική μεθοδολογία, τα νομικά θέματα, την λογική και τους κανόνες του δικαστηρίου.

Επιπλέον, πρέπει να μπορούν να κινηθούν μέσα στην ζούγκλα της έρευνας της σεξουαλικής κακοποίησης, βασανιζόμενοι από τα θέματα της αξιοπιστίας και της εγκυρότητας. Στα προβλήματα που υπάρχουν, περιλαμβάνονται: η αξιοπιστία των αναδρομικών στοιχείων, η διάκριση του φανταστικού από το πραγματικό γεγονός, οι διαφορετικοί ορισμοί της κακοποίησης, η παραποίηση της μνήμης με το πέρασμα του χρόνου.

Η ψυχοθεραπεία δεν είναι πάντα δυνατόν να εφαρμοστεί στα μέλη της εμπλεγμένης οικογένειας, αλλά η κατανόηση των δυναμικών της αιμομιξίας είναι απαραίτητη στους ειδικούς, ώστε να αντιληφθούν την κατάσταση και να προβούν στους κατάλληλους θεραπευτικούς χειρισμούς.
Ο Θεραπευτής
Η Ann Cattanach (1992) σημειώνει ότι, όταν δεσμευόμαστε σαν θεραπευτές να αναλάβουμε ένα κακοποιημένο παιδί, κάνουμε ένα συμβόλαιο να μοιραστούμε ένα δύσκολο ταξίδι για να βοηθήσουμε το παιδί να “βγάλει νόημα” για τον κόσμο. Αυτός ο κόσμος μπορεί να ήταν εξαιρετικά ωμός, έτσι ώστε, να απαιτείται αρχικά, να καλυφθεί η συναισθηματική απόσταση ανάμεσα στο παιδί και τον θεραπευτή, για να δημιουργηθεί κλίμα εμπιστοσύνης.

Το να συντροφεύεις ένα παιδί στο ταξίδι του, για την ανακάλυψη του εαυτού, είναι προνόμιο και έτσι πρέπει να θεωρείται. Το παιδί εμπλεγμένο στην αιμομικτική σχέση, κινδυνεύει να βιώνει σαν μόνο τρόπο σχετίζεσθαι, είτε να ξαναβρεθεί στην θέση του θύματος, είτε να περάσει στην αντίπλευρα θέση του θύτη. Το κύριο έργο του θεραπευτή είναι να ανοίγει νέους δρόμους στις σχέσεις του παιδιού με τους άλλους, με το να του δώσει την δυνατότητα να βιώσει νέους τρόπους σχετίζεσθαι.

Είναι ένα σκληρό ταξίδι για τον θεραπευτή να συνοδεύει παιδιά από την κακοποίηση στην ίαση. Τα τραύματα μπορεί να θεραπεύονται, αλλά τα σημάδια μένουν. Πώς να δώσεις σε μικρά παιδιά να καταλάβουν την απανθρωπιά της κακοποίησης; Πώς να μείνεις ανθρώπινος μέσα σε τέτοια απανθρωπιά; Κάποιες από τις ιστορίες κακοποίησης κλονίζουν, σοκάρουν και αηδιάζουν τον θεραπευτή με την σκληρότητά τους. Κάποιες φορές ο θεραπευτής κακοποιείται από το παιδί ή την οικογένεια.
Ο θεραπευτής χάνει την αθωότητά του. Η απλή σωματική επαφή χάνει την απλότητά της, και αναμνήσεις των ιστοριών κακοποίησης των παιδιών μολύνουν τη σεξουαλική του ζωή. Μπορεί να νοιώσει ανεξέλεγκτο άγχος και φόβο για την τρωτότητα των παιδιών του. Στις χειρότερες στιγμές, ο θεραπευτής αισθάνεται ανασφαλής, ανίσχυρος μπροστά στην διαφθορά.

Ο θεραπευτής κατά την διάρκεια της παρέμβασής του αγωνιά, ελπίζει, ματαιώνεται και πρέπει να είναι ενήμερος, ότι σε κάποιες κρίσιμες στιγμές της παρέμβασής του, θα ζήσει έντονες υπαρξιακές αγωνίες και θα νιώσει να αγγίζει την απειλή του θανάτου. Είναι τότε που συνειδητοποιεί, ότι το σπάσιμο του ταμπού πραγματικά οδηγεί στην αποδιοργάνωση της ζωής.

Γι’ αυτό απαιτούνται έμπειροι ψυχοθεραπευτές, που να μπορούν να κατανοήσουν τις φαντασιώσεις και τα συναισθήματά τους. Να δύνανται να ελέγχουν τις αυθόρμητες αντιδράσεις τους, τον τρόπο του σχετίζεσθαι, ώστε να μην αποτελούν εμπόδιο στην θεραπευτική παρέμβαση.

Γι΄αυτό ο θεραπευτής δεν μπορεί να είναι μοναχικός, αλλά απαιτείται η ύπαρξη θεραπευτικής ομάδας και θεραπευτικού πλαισίου, που να στηρίζουν την παρέμβαση.

Πεποίθησή μας είναι ότι, περιστατικά αιμομιξίας δεν μπορεί και δεν πρέπει να τα αντιμετωπίζει ένας μεμονωμένος θεραπευτής, όσο έμπειρος κι αν είναι.

Απαιτείται ένα σταθερό θεραπευτικό πλαίσιο και μια οργανωμένη θεραπευτική ομάδα, για να μπορέσει να γίνει μια πολυεπίπεδη θεραπευτική παρέμβαση.

Απαιτείται θεραπευτική ομάδα, που τα μέλη της να είναι σύντονα-συνεργατικά, με θετική συναισθηματική διάθεση μεταξύ τους. Τα δυναμικά που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν, θα είναι τόσο έντονα, που θα πρέπει να μην θέσουν σε δοκιμασία τις σχέσεις των ειδικών. Επιπλέον, είναι επιθυμητή η ύπαρξη κάποιου έμπειρου θεραπευτή που δεν θα μετέχει άμεσα στην θεραπευτική διεργασία, αλλά θα είναι υπεύθυνος για την πορεία και θα έχει την εποπτεία της θεραπευτικής ομάδας.

Ένα τέτοιο θεραπευτικό πλαίσιο απαιτείται να προσφέρει: θετικό συναισθηματικό κλίμα, έλλειψη κατηγόριας, κατανόηση, υποστήριξη, αυστηρή δομή, εμπιστοσύνη, αναγνώριση, σταθερότητα, ευελιξία (σε μεθόδους, χρόνους, εργασιακές σχέσεις), δυνατότητα επεξεργασίας των δυναμικών της ομάδας.

Ο θεραπευτής χρειάζεται να κατανοήσει τις συναισθηματικές επιδράσεις της δουλειάς του στον εαυτό του και επίσης να αναγνωρίσει τους ευρύτερους παράγοντες της οργάνωσης του χώρου εργασίας, που μπορούν επίσης να ενισχύσουν την αδυναμία του θεραπευτή. Οι δυσκολίες της δουλειάς πρέπει να αναγνωριστούν από τους διευθύνοντες των φορέων.

Για να κρατηθούν τα παιδιά ασφαλή πρέπει και ο θεραπευτής επίσης να είναι ασφαλής. Πρέπει να ζητά βοήθεια και εποπτεία, μοίρασμα και όρια. Να ξέρει πότε να σταματά και να ξεκουράζεται. Να έχει λειτουργική προσωπική ζωή και να την χαίρεται.
Είναι επικίνδυνο, η διαρκής ενασχόληση με τέτοια περιστατικά, να οδηγήσει στον φόβο και στον πανικό, δηλαδή στο κλείσιμο και την παθολογία. Αν επηρεαστούμε από αυτές τις καταστάσεις οδηγούμαστε σε άλλες παθολογίες, όπου ο έρωτας ταυτίζεται με το κακό. Αν θέσουμε αυτές τις καταστάσεις, σαν λάβαρα της οργάνωσης της ζωής μας, καταλήγουμε μοιραία, σ’ άλλες ανέραστες καταστάσεις. Ο συνειδητός θεραπευτής όμως γνωρίζει, ότι αν είναι ισχυρή η διάβρωση που προκαλεί η παθολογία, η υπέρβαση της ισοπέδωσης και της καθήλωσης είναι τελικά δυνατή.
Βιβλιογραφία
 ALEXANDER, P., “A SYSTEMS THEORY CONCEPTUALISATION OF INCEST”, FAMILY PROCESS, 1985, 24, 79-88.
 CAROZZA, R.M. & HEIRSTEINER, C.L., “YOUNG FEMALE INCEST VICTIMS IN TREATMENT: STAGES OF GROWTH SEEN WITH A GROUP ART THERAPY MODEL”. CLINICAL SOCIAL WORK JOURNAL, 1983,10:165-175.
 CATTANACH, A., “PLAY THERAPY WITH ABUSED CHILDREN”, Jessica Kinghsley Publishers, 1992.
 COHEN, A., “THE UNRELIABILITY OF EXPERT TESTIMONY ON THE TYPICAL CHARACTERISTICS OF SEXUAL ABUSE VICTIMS”. GEORGETOWN LAW REVIEW, 1975, 74:429-56.
 FURNISS,T., BINGLEY-MILLER,L. & VAN ELBURG, A., “GOAL ORIENTED GROUP TREATMENT FOR SEXUALLY ABUSED ADOLESCENT GIRLS”, BR.J. PSYCHIATRY, 1988, 152:97-106.
 GASS, R.S., “COMMENT: THE PSYCHOLOGIST AS EXPERT WITNESS”. MARYLAND LAW REVIEW, 1976,38:539-621.
 GREEN, Α.H., “SPECIAL ARTICLE. CHILD SEXUAL ABUSE: IMMEDIATE AND LONG-TERM EFFECTS AND INTERVENTION”, J. AM. ACAD. CHILD ADOLESC. PSYCHIATRY, 1993,32,5:890-902.
 GUTHEIL, T. & AVERY, M., “MULTIPLE OVERT INCEST AS FAMILY DEFENCE AGAINST LOSS”. FAMILY PROCESS, 1977, 16, 105-116.
 GUYER, M.J., “PSYCHIATRY, LAW, AND CHILD SEXUAL ABUSE. IN: EDS: A. TASMAN & S.M. GOLDFINGER”. AMERICAN PSYCHIATRIC PRESS REVIEW OF PSYCHIATRY, 1991, VOL.10, WASHINGTON, DC: AMERICAN PSYCHIATRIC PRESS, pp.367-390.
 HORNER, T.H., GUYER, M. J., KALTER, N.M., “CLINICAL EXPERTISE AND THE ASSESSMENT OF CHILD SEXUAL ABUSE”, J. AM. ACAD. CHILD ADOLESC. PSYCHIATRY, 1993,32,5:925-931.
 HORNER, T.M., GUYER, M.J. & KALTER, N.M., “PREDICTION, PREVENTION, AND CLINICAL EXPERTISE IN CASES OF CHILD CUSTODY IN WHICH ALLEGATIONS OF CHILD SEXUAL ABUSE HAVE BEEN MADE. III. STUDIES OF EXPERT OPINION FORMATION”, FAMILY LAW QUARTERLY, 1992, 26:141-170.
 JAMES, K., McKINNON, L., “THE ‘INCESTUOUS FAMILY’ REVISITED: A CRITICAL ANALYSIS OF FAMILY THERAPY MYTHS”, JOURNAL OF MARITAL AND FAMILY THERAPY,1990,Vol.16,No.1,71-88.
 ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, Δ., “ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΟΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ. Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΠΑΙΔΟΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΙΕΙΝΗΣ Ι.Κ.Α.”, 1990.
 LEVY, R.J., “USING ‘SCIENTIFIC’ TESTIMONY TO PROVE CHILD SEXUAL ABUSE”. FAMILY LAW QUARTERLY, 1989,23:383-409.
 McCONKEY, N., “WORKING WITH ADULTS TO OVERCOME THE EFFECTS OF SEXUAL ABUSE: INTEGRATING SOLUTION-FOCUSED THERAPY, SYSTEMS THINKING AND GENDER ISSUES”, JOURNAL OF STRATEGIC AND SYSTEMIC THERAPIES, vol.11#3, Fall 1992, p.4-19.
 McCORD, J., “EXPERT PSYCHOLOGICAL TESTIMONY: A FORAY INTO THE ADMISSIBILITY OF NOVEL PSYCHOLOGICAL EVIDENCE”. JOURNAL OF CRIMINAL LAW AND CRIMINOLOGY, 1986, 77:1-68.
 McCORD, J., “SYNDROMES, PROFILES, AND OTHER MENTAL EXOTICS: A NEW APPROACH TO THE ADMISSIBILITY OF NON-TRADITIONAL PSYCHOLOGICAL EVIDENCE IN CRIMINAL CASES”. OREGON LAW REVIEW, 1987, 66:19-84.
 MORRISON, S. & GREENE, E. , “JUROR AND EXPERT KNOWLEDGE OF CHILD SEXUAL ABUSE”, CHILD ABUSE NEGL., 1992, 16:595-613.
 SCHETKY,D. & BENEDEK, EL., “CHILD PSYCHIATRY AND THE LAW”, BRUNNER/ MAZEL, Publishers, New York, 1980.
 VERLEUR, D., HUGHES, R.E. & ROBKIN DE RIOS, M., “ENHANCEMENT OF SELF-ESTEEM AMONG FEMALE ADOLESCENT INCEST VICTIMS: A CONTROLLED COMPARISON”. ADOLESCENCE, 1986, 21:843-854.
 WHEELER, CH., “INTRODUCTION TO A SPECIAL ISSUE OF JSST ON CHILDHOOD SEXUAL ABUSE”, JOURNAL OF STRATEGIC AND SYSTEMIC THERAPIES, vol.8#4, Winter 1989, p.1-2.

Δημήτρης Καραγιάννης
Ημερίδα «Η παροχή ψυχοκοινωνικών υπηρεσιών σε περιπτώσεις αιμομιξίας», 1994