Ο Ηράκλειτος έγραφε κάποτε: παιδός η βασιλεία.
Τί άλλο ενσαρκώνει ένα παιδί, παρά την ελπίδα, την συμπυκνωμένη δύναμη του σπόρου, την προσδοκία για ένα καλύτερο αύριο, την αθωότητα, τον ενθουσιασμό, την ατελείωτη ευχαρίστηση του παιχνιδιού, την ακούραστη θέληση να ξαναρχίζει από την αρχή, την ασυννέφιαστη χαρά, τον αχαλίνωτο γεμάτο χαρταετούς ουρανό;
Τί άλλο ενσαρκώνει ένας έφηβος, παρά, την τόλμη, την πίστη στο αδύνατο, την αμφισβήτηση όλων των μορφών εξουσίας, την υπαρξιακή αγωνία για το νόημα της ζωής και του θανάτου, την αναζήτηση ταυτότητας, το ξύπνημα της σεξουαλικότητας, την παθιασμένη επιδίωξη της ομορφιάς;
Κατ΄αρχάς μοιάζει συναρπαστικό για τον παιδοψυχίατρο να μπορεί να τον συμπεριλάβει το παιδί στον υπέροχο κόσμο του. Να κερδίσει την ευκαιρία να επηρεάσει τον αυριανό ενήλικο.
Το παιδί που επισκέπτεται τον ειδικό χαρακτηρίζεται από τη λύση της συνέχειας της ανάπτυξης. Μια σκουριά τρώει το ευγενικό μέταλλο. Υπάρχουν ακατάλληλοι παράγοντες στο περιβάλλον που δεν ευνοούν το μεγάλωμα. Στόχος του παιδοψυχίατρου: να αναγνωρίσει όλα εκείνα τα στοιχεία που αναστέλλουν τον μικρό πρίγκιπα, να τον οδηγήσει από την εξάρτηση στην αυτονόμηση, από τον κατακερματισμό στην ολοκλήρωση.
Ο παιδοψυχίατρος καλείται να αναμετρηθεί και με το παιδί που ενυπάρχει στους γονείς. Το παιδί που ενυπάρχει στους γονείς απαιτεί, είναι απόλυτο, ζητά για λογαριασμό του παιδιού, ενώ στην ουσία απαιτεί για τον εαυτό του. Το παιδί που ενυπάρχει στους γονείς δεν συμβιβάζεται, ξυπνά και πλήττεται ναρκισσιστικά όταν πλήττεται το βιολογικό παιδί – αναζητά δεύτερη ευκαιρία για να το θρέψει, αυτό το στερημένο, ενυπάρχον παιδί.
Η μητέρα που προσπαθεί να ζήσει μέσω του παιδιού αυτά που δεν έζησε η ίδια ως παιδί. Θυμάμαι το θυμό και την απογοήτευση μιας νέας γυναίκας όταν συνειδητοποίησε ότι η μητέρα της όχι απλώς διάβαζε το ημερολόγιό της αλλά και σχολίαζε στο τέλος της σελίδας: σήμερα την φίλησε για πρώτη φορά. Ή σε ένα άλλο σημείο: σήμερα μάλωσαν χωρίς λόγο.
Πολύ συχνά μια μητέρα αγωνιά μήπως το παιδί έχει αποκτήσει ο,τιδήποτε αρνητικό στοιχείο ή αδυναμία ταλαιπωρούσε την ίδια ως παιδί. Βιώνει τεράστιες ενοχές για το πρόβλημα του παιδιού. Μπαίνει στη θέση του παιδιού ανακαλώντας δικές της μνήμες όταν ήταν παιδί και θεωρώντας ότι μπορεί απόλυτα να το κατανοήσει μέσα από τα δικά της βιώματα. Είναι πολύ σημαντικό η μητέρα να μην εγκλωβιστεί στο δικό της βίωμα γιατί ξαναγίνεται παιδί και ξανανιώθει αβοήθητη. Είναι λυτρωτική η διεργασία όταν επιτρέψει στον πατέρα να μπει στη σχέση και να διευρύνει τον ορίζοντα κατανόησης των πραγμάτων, διαφορετικά η ιστορία επαναλαμβάνεται. Η διορθωτική εμπειρία κρίνεται ακριβώς εκεί: σε μία λειτουργική αγαπητική σχέση ζευγαριού. Όταν η μητέρα προσπαθήσει να κατανοήσει το παιδί ως ξεχωριστό όν, αποκτά δεξιότητες καθώς το φροντίζει υπερβαίνοντας τον εαυτό της, και τότε φροντίζει και το κοριτσάκι μέσα της.
Επίσης, για να μπορέσει να κατανοήσει το εσωτερικό παιδί, χρειάζεται να μετακινηθεί από τη θέση του παιδιού στη σχέση με τη δική της μητέρα και να την κατανοήσει ως ενήλικας.
Το ενυπάρχον στην μητέρα παιδί με αγωνία αναζητά να καλυφθούν τα κενά της προηγούμενης φάσης εις βάρος του παρόντος, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να θυσιάζει τη θηλυκότητα στο βωμό των παιδικών αναγκών.
Το ζευγάρι που έρχεται στο γραφείο μου ανησυχεί για την 14χρονη κόρη, την Σίλεια επειδή συνεχώς παραπονείται για σωματικούς πόνους και αρρώστιες, οι οποίες τελικά αποδεικνύονται εντελώς αβάσιμες και χειριστικές.
Οι γονείς έχουν σημαντική διαφορά ηλικίας 65 χρονών ο πατέρας και 47 η μητέρα.
Υπάρχει μία μεγαλύτερη κόρη του πατέρα από τον 1ο γάμο 37 χρονών η οποία πριν δύο χρόνια απέκτησε το πρώτο της παιδί.
Ο πατέρας συνεχώς υποχωρεί και χαρίζεται στη Σίλεια. Και οι δύο γονείς την θεωρούν χαρισματική, την τεντώνουν με το όραμα της Ιατρικής και μετά ρωτούν αθώα: μας ζήτησε να της αγοράσουμε ένα βιβλίο Καρδιολογίας, να το κάνουμε, ή θα αυξήσουμε το άγχος της για σωματικές ασθένειες;
Μοιάζει αντιφατικό, αλλά ολοκληρώνει την εικόνα το γεγονός ότι πολύ συχνά η Σίλεια πηγαίνει στο κρεβάτι των γονιών και ζητά παιδικά έως βρεφικά χάδια, μάλιστα διώχνει και τον πατέρα της από το κρεβάτι.
Η μητέρα θα ήθελε κι άλλο μωρό, αλλά δεν μπορούσε να αποκτήσει και ευνοεί την Σίλεια να μένει μωρό. Η ίδια νιώθει ότι έχει χάσει την τρυφερή ματιά του άντρα της που αναδείκνυε την κοριτσίστικη δροσερή της πλευρά, κάτι που κατ’ εξοχήν καθόρισε την επιλογή συντρόφου, όντας παιδί μιας αυταρχικής μάνας. Αν η μητέρα καθηλώνεται στη σχέση με τον άντρα που ενισχύει την παιδική της πλευρά κάποια στιγμή εκείνος κουράζεται και μετακινείται και η ίδια κινδυνεύει να χάνει τη θηλυκότητα και να αντλεί ευχαρίστηση από μια μητρότητα που δεν επιτρέπει το μεγάλωμα του παιδιού.
Η Σίλεια αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην αντίφαση: μικρή – μεγάλη
παιδικές ανάγκες – όραμα Ιατρικής
και οδηγείται σταθερά στην σωματοποίηση.
Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι τα συμπτώματα άρχισαν όταν γεννήθηκε το πρώτο εγγόνι του πατέρα και η Σίλεια απειλήθηκε από την παρουσία του καθώς υπονόμευε την δική της θέση. Ο πατέρας ντρέπεται να ακούει την προσφώνηση «παππού» αισθάνεται να προδίδεται η ηλικία του και να απειλείται η τωρινή του οικογένεια. Σαν αποτέλεσμα, αποφεύγει τη σχέση με την πρώτη κόρη και την οικογένειά της.
Ποια είναι η πραγματική ηλικία της Σίλειας;
Πώς αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο μη πραγματικές ηλικίες;
Πώς σχετίζονται οι δυσκολίες της με τη δυσκολία των γονιών να συμφιλιωθούν με το ενυπάρχον παιδί του εαυτού αλλά και του συντρόφου;
Ο παιδοψυχίατρος καλείται να αναμετρηθεί και με το παιδί που υπάρχει μέσα του.
Έρχεται σε επαφή με πλευρές του εαυτού του τις οποίες οι γονείς του αγνόησαν όταν εκείνος ήταν παιδί. Όταν σε αγνοούν σε κάποια φάση της ζωής σου, κινδυνεύεις να αγνοείς τα παιδιά σε αντίστοιχη φάση. Είχε γίνει μια έρευνα σε ενήλικες που υπήρξαν εγκαταλειμμένοι σε ιδρύματα έφηβοι την περίοδο του πολέμου. Τα συμπεράσματα έδειξαν ότι δυσκολεύονταν πολύ στο σήμερα να κατανοήσουν τα δικά τους παιδιά που διήνυαν την αντίστοιχη φάση ζωής. Ο θεραπευτής κινδυνεύει να γίνεται τιμωρητικός ή υπερβολικά επιτρεπτικός, να φαντασιώνει για τους εφήβους εκτός πραγματικότητας, να ξαναζεί την προσωπική του στέρηση: με πόνο μπορεί να συνειδητοποιεί ότι δεν έζησε την ελευθερία, δεν του επετράπη η αμφισβήτηση, υπήρξε παιδί καλό, συμμορφούμενο.
Ο ειδικός που στο παρελθόν δεν είχε βιώσει την ικανοποίηση των προσωπικών εξαρτητικών του αναγκών, όταν δουλεύει με συναισθηματικά στερημένα παιδιά. Ικανοποιεί ένα μέρος των δικών του εξαρτητικών αναγκών. Κινδυνεύει να ενισχύει την εξάρτηση των παιδιών από την θεραπεία και να μην υπάρχει πρόοδος.
Ορισμένοι παιδοψυχίατροι θέλουν να αποδείξουν ότι είναι καλύτερες μητέρες ή πατέρες από ό,τι οι δικοί τους γονείς. Η μεγάλη, ανικανοποίητη ανάγκη του θεραπευτή να αγαπηθεί τον κάνει να ενισχύει την προσκόλληση των παιδιών στον θεραπευτή πράγμα που επιτυγχάνεται ευκολότερα όταν εργάζεται με συναισθηματικά διαταραγμένα παιδιά και προσπαθεί να αποδείξει ότι είναι καλύτερος γονιός από τους πραγματικούς γονείς – εγκλωβίζεται σε φαντασιώσεις σωτηρίας.
Το παιδί που ενυπάρχει στον ειδικό θυμώνει με τους γονείς σαν να είναι δικοί του, μπορεί να ενθαρρύνει υπογείως μιαν εξέγερση εφήβου εναντίον γονιών ή άλλης μορφής εξουσίας, ή λειτουργεί ως δικηγόρος του παιδιού προκειμένου να ικανοποιήσει τις προσωπικές του ανάγκες.
Κατ΄ αυτόν τον τρόπο ο παιδοψυχίατρος κινδυνεύει να ματαιώνεται, να απογοητεύεται να θυμώνει ή να ανταγωνίζεται. Ο θεραπευτής που έχει ταυτιστεί με την ιδεώδη γονεϊκή φιγούρα δεν μπορεί να αποφύγει την ένταση όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με τους πραγματικούς γονείς του παιδιού.
Έχετε παιδιά; Ρωτούν συνήθως οι γονείς όχι απλώς όταν βλέπουν έναν νεαρό θεραπευτή, αλλά κυρίως όταν βιώνουν ενοχοποίηση, απόρριψη, παρεξήγηση εκ μέρους του θεραπευτή. Υποκατάστατο γονέα γίνεται ο ειδικός όταν βασικά επιθυμεί να φροντίσει το εσωτερικό του παιδί. Καλείται να αντιμετωπίσει τις δικές του επιθυμίες αλλά και τις προβαλλόμενες επιθυμίες του παιδιού.
Ο παιδοψυχίατρος μπορεί να ταυτίζεται με το παιδί ενάντια στους γονείς ή με τους γονείς ενάντια στο παιδί.
Υπερταύτιση του θεραπευτή με το παιδί όταν οι γονείς του προκαλούν φθόνο ή ανταγωνισμό, π.χ. πλούσιοι, πετυχημένοι επαγγελματικά, ή με συναδέλφους που φέρνουν το παιδί σε θεραπεία.
Όταν συναντούν προβλήματα στο παιδί αντίστοιχα με τα προβλήματα που είχαν ως παιδιά κινδυνεύουν επίσης να υπερταυτισθούν με το παιδί και να το θεωρούν θύμα.
Η ανάγκη του θεραπευτή να τον συμπαθήσει το παιδί, ή να του δώσει ικανοποίηση, μπλοκάρει την ελευθερία του, απαραίτητη προϋπόθεση για να λειτουργεί ως ειδικός.
Είναι επομένως επιτακτική ανάγκη ο ειδικός να έχει ψηλαφίσει τα σκοτεινά του σημεία -δυσκολίες που αντιμετώπισε σε αντίστοιχες φάσεις ανάπτυξης και δεν έχει επεξεργαστεί- που όταν επιτύχει να επεξεργαστεί, γίνονται πηγές σοφίας.
Αν συνεχώς παλινδρομεί με νοσταλγία στο τραύμα και στη στέρηση , τότε συντηρεί το τραύμα , αντίθετα η καλή φροντίδα προς το παιδί καθώς υπερβαίνει τον εαυτό του, απευθύνεται ως καλή φροντίδα και στο ενυπάρχον παιδί.
Η επίγνωση των ασυνείδητων κινήτρων επιλογής επαγγέλματος βοηθάει να απαλλαγεί ο Παιδοψυχίατρος από αυταπάτες, πικρίες, διαψεύσεις φαντασιώσεων παντοδυναμίας και κυρίως από επαγγελματική εξουθένωση.
Όμως υπάρχει ο αιώνιος έφηβος.
Υπάρχει και ο Πήτερ Πάν: το παιδί που δεν θέλει να μεγαλώσει γιατί ο κόσμος των μεγάλων του προκαλεί φόβο και απειλή.
Ο Πήτερ Πάν ήταν ένα θλιμμένο παιδί και ο συγγραφέας του Μπάρι τον έπλασε με σκοπό να θρηνήσει την δική του παιδική ηλικία.
Σύμφωνα με την Λενέ, όταν ένα μωρό το βαστά γερά στην αγκαλιά της η μητέρα του, μια αίσθηση βαρύτητας αρχίζει να δημιουργείται μέσα του και μαζί η καθησυχαστική εντύπωση ότι χτίζει το «εγώ» του.
Τα μωρά που δεν μπόρεσαν να πάρουν βάρος στην αγκαλιά της μητέρας τους ή αυτά των οποίων η αίσθηση του είναι διακόπηκε απότομα από κάποιο τραγικό γεγονός, διατρέχουν τον κίνδυνο να γίνουν θλιμμένα παιδιά, που θα φτερουγίζουν στον χρόνο αναζητώντας ένα χαμένο κομμάτι της παιδικής τους ηλικίας. Συμβαίνει συχνά σ’ ένα θλιμμένο παιδί, στην προσπάθειά του να μη θρηνήσει την χαμένη του παιδική ηλικία, να χάνει και την ικανότητά του να αισθάνεται.
Ένα παιδί δεν θέλει να μεγαλώσει όταν οι ανάγκες του γονιού απαγορεύουν την ανάπτυξη γιατί φοβούνται την αυτονόμησή του και στο τέλος το παιδί πείθεται ότι δεν θα τα καταφέρει στον μεγάλο δύσκολο κόσμο.
Όταν ο παιδοψυχίατρος παραμένει Πήτερ Πάν ή αιώνιος έφηβος θα απορροφάται γοητευμένος στην ενασχόληση με το παιδί ή τον έφηβο, αλλά θα απαξιεί να δουλέψει με γονείς, και τότε δεν θα μπορεί να καταστεί εφικτή η συμφιλίωση του παιδιού με τους γονείς του.
Όταν ο παιδοψυχίατρος δεν μπορεί να δουλέψει θεραπευτικά με γονείς υπάρχει ένα λάθος από την αρχή, ένας αποπροσανατολισμός που μοιραία επηρεάζει αρνητικά την θεραπευτική δουλειά με το παιδί.
Όταν ο παιδοψυχίατρος απαξιεί να εργαστεί με τους γονείς απαξιώνει την ίδια την γονεϊκότητα και απομονώνει το παιδί από την πραγματικότητά του.
Μήπως τελικά αυτό δεν σηματοδοτεί τη δική του δυσκολία να συμφιλιώσει το εσωτερικό παιδί με την ενήλικη πλευρά του;
Είναι πολύ σημαντικό να αξιοποιηθούν οι αρχές της υπαρξιακής ψυχοθεραπείας στην ψυχοθεραπεία του παιδιού.
Πρώτα ο σεβασμός που δικαιούται το παιδί ως πρόσωπο, όσο μικρό και να είναι. Η αναγνώριση ότι είναι μοναδικό πρόσωπο, μια μοναδική ύπαρξη και η συνάντηση μαζί του την συγκεκριμένη στιγμή είναι μοναδική.
Η ύπαρξή μας ορίζεται από τις επιλογές και τις πράξεις μας, από τους περιορισμούς της ύπαρξης και την ελευθερία μας και από τη σχέση μας με τους άλλους.
Είναι πολύ σημαντικό να εστιάσουμε στις έννοιες: εμπειρία, επιλογή, υπευθυνότητα, νόημα ζωής, προσωπική ευθύνη στις σχέσεις με τους άλλους.
Όταν πρωτοείδα την Φωτεινή, στο πρόσωπό της υπήρχαν αμυχές από τον ανεξέλεγκτο θυμό της μητέρας της. η μητέρα έπασχε από μανιοκατάθλιψη και είχε ιστορικό νοσηλείας σε ψυχιατρική κλινική. Έμοιαζε σκληρό όταν της είπα εμπιστευτικά: φρόντισε, να μην ξαναφάς ξύλο.
Με κοίταξε κατάπληκτη, ανήσυχη αν τελικά μπορώ να την κατανοήσω. Ύστερα από ένα μήνα μου ανέφερε με εμπιστοσύνη και ανακούφιση: κατάλαβα πολύ καλά τι εννοούσατε. Αργότερα στη διάρκεια της θεραπείας αγωνιζόταν γενναία να μην ακολουθήσει το δρόμο της μητέρας της. συνειδητοποιούσε τους περιορισμούς και ελευθέρωνε τις δυνατότητες. Για την ιστορία, ο παραπέμπτων της χορηγούσε τα ίδια φάρμακα που έπαιρνε η μητέρα.
Ενώ μπορεί άλλος να φέρνει το παιδί σε θεραπεία, πώς αποφασίζει το ίδιο το παιδί να δεσμευθεί και να εμπλακεί;
Καλείται ο παιδοψυχίατρος να δώσει στο παιδί την δυνατότητα να επιλέγει, ενώ το πλαίσιο είναι ήδη αποφασισμένο. Στη διεργασία της θεραπείας το παιδί έχει λόγο.
Δεν είναι εφικτό, να εργάζεται ένας ειδικός με παιδιά και να μην υπηρετεί την ανάπτυξη.
Πώς θα εμπεριέξει ο θεραπευτής τις πολλές διαφορετικές αναπτυξιακές πλευρές του παιδιού; Η λύπη καθώς το παιδί μεγαλώνει και πενθεί την ξενοιασιά και την παιδικότητα, καθώς και την φροντίδα άνευ όρων, η λύπη καθώς παραιτείται από τα καλά της προηγούμενης φάσης, οι πολλοί αποχωρισμοί που καλείται να διαχειριστεί και τα καινούργια ανοίγματα που πρέπει να προσεγγίσει – τελικά πώς θα συμπορευτεί μαζί του ο ειδικός αν δεν χαίρεται κι ο ίδιος να εξελίσσεται;
Πώς θα εμπνεύσει ο παιδοψυχίατρος τη ζωή, αν έχει παραιτηθεί, αν νοιώθει λίγος, μίζερος, απογοητευμένος;
Το παιδί αγωνίζεται να αφομοιώσει τις συνεχείς αλλαγές που συμβαίνουν στο σώμα, στο νου και στην καρδιά του. Στέκει έκθαμβο απέναντι στην ομορφιά και τρομαγμένο απέναντι στην σκληρότητα του κόσμου. Προσπαθεί να εξηγήσει τις αντιφάσεις των μεγάλων.
Ο ειδικός καλείται να μεσολαβήσει ανάμεσα στο παιδί και στην πραγματικότητα. Γίνεται μεταφραστής αινιγμάτων.
Σε διεργασία αντίστιξης: το παιδί καλεί τον ειδικό να σταθεί με ειλικρίνεια απέναντι στον κατακερματισμένο εσωτερικό προσωπικό του χάρτη και να τον αναθεωρήσει. Αν η αλήθεια του δεν αντέχει να σταθεί απέναντι στην αθωότητα, δεν έχει υπόσταση. Τα σκοτεινά, βασανιστικά του σημεία έρχονται ξανά στην επιφάνεια, καθώς το παιδί τα αποκαλύπτει. Συνάμα, το παιδί προσφέρει μια συνεχή διεύρυνση της θέασης και κατανόησης του κόσμου.
Τα ερωτήματα που θέτουν τα παιδιά, έστω και αν απαιτούν επώδυνη επεξεργασία, μπορεί να γίνουν αφορμή για προσωπική ολοκλήρωση. Είναι πάντα υπαρξιακά τα ερωτήματα του παιδιού, καθώς μέσα στην αθωότητά του ζητά να συνδέει απλά πράγματα με το βάθος της ύπαρξης.
Ο ειδικός καλείται να οδηγήσει το παιδί πέραν των δικών του επιτευγμάτων, πέραν των δικών του δυσκολιών.
Η συνάντηση για να είναι ουσιαστική, απαιτεί την αναγνώριση της διαφορετικότητας, τον μεταβολισμό της εμπειρίας του άλλου.
Η προσωπική εσωτερική διεργασία, η αναζήτηση της δικής του ιστορίας, η υπαρξιακή αγωνία να απαντήσει στα παιδιά, η δύναμή του να επεξεργάζεται τα σκοτεινά του σημεία προσφέρουν στον ειδικό την δυνατότητα να ωριμάζει, διατηρώντας ταυτόχρονα μια δροσιά και μια φρεσκάδα ανανέωσης που του προσφέρει η επαφή με νέα παιδιά.
Η συνεχής ανάπτυξη του παιδιού είναι μια συνεχής πρόκληση που απαιτεί να εισχωρεί το μέλλον στο παρόν της σχέσης.
Αγαπώ το παιδί που μεγαλώνει σημαίνει ότι οι σημερινές απαντήσεις στοχεύουν μακροπρόθεσμα στην σταδιακή δόμηση του αυριανού ενήλικα.
Προσεγγίζουμε το παιδί στην θεραπεία όπως την ποίηση: περιμένουμε την έκπληξη, κάθε λέξη μπορεί να χρησιμοποιείται με μοναδικό τρόπο αλλάζοντας το νόημα. Ο συμβολισμός παρέχει πολύ συχνά το χώρο της αληθινής συνάντησης θεραπευτή – θεραπευόμενου.
Εξ άλλου ποίηση δεν είναι τίποτα άλλο από τις μυστικές σχέσεις των εννοιών.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
• «Ο Ψυχοθεραπευτής του Παιδιού», Μαίρη Μπόστον, Ντίλυς Ντος, Εκδόσεις Καστανιώτη
• «Η Αντιμεταβίβαση στην Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεία Παιδιών και Εφήβων», Τσιάντης Γιάννης, Εκδόσεις Καστανιώτη
• «Έφηβοι», Dolto Francoise,Εκδόσεις Πατάκη
• «Πήτερ Πάν ή Το Θλιμμένο Παιδί», Kathleen Kelley – Lainè, Εκδόσεις Άγρα
Ελένη Καραγιάννη
9ο Πανελλήνιο Παιδοψυχιατρικό Συνέδριο
27-29 Νοεμβρίου 2015
Σχολή Νοσηλευτικής ΕΚΠΑ, Αθήνα