του Δημήτρη Καραγιάννη- Παιδοψυχίατρου Υπαρξιακού- Συστημικού Ψυχοθεραπευτή

Από την ομιλία του Συνεδρίο Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου

Τα παιδιά του διαζυγίου

Θα ήθελα να εκφράσω την εκτίμησή μου για το έργο της Εταιρίας Οικογενειακού Δικαίου και του 7ου συνεδρίου σας, καθώς είμαι σίγουρος για την σταθερή και σθεναρή στάση σας να υπερασπιζόμαστε το δίκαιο που διέπει τα οικογενειακά θέματα.

Αντίστοιχα και εγώ όλα αυτά τα χρόνια ασχολούμαι με τα θέματα που αφορούν τις οικογένειες, αφού είμαι εκείνος που εισήγαγε την ψυχοθεραπεία οικογένειας στην Παιδοψυχιατρική στην Ελλάδα, πρόεδρος της Ελληνικής Ομοσπονδίας των Οικογενειακών Ψυχοθεραπευτών, καθηγητής στο Frederick University Κύπρου με γνωστικό αντικείμενο την οικογενειακή ψυχοθεραπεία, ενώ έχω ασχοληθεί, είτε άμεσα ως κλινικός, είτε έμμεσα ως επιστημονικός επόπτης με χιλιάδες οικογένειες.

Ταυτόχρονα ως διευθυντής του ΚΠΨΥ (Κέντρο Παιδοψυχικής Υγιεινής), ενός κέντρου με 5.500 χιλιάδες νέα περιστατικά ετησίως, έχω δεκάδες εισαγγελικές παραγγελίες μηνιαίως για παιδοψυχιατρικές εκτιμήσεις σε περιπτώσεις περιεμπλεγμένων διαζυγίων για σεξουαλικές ή σωματικές κακοποιήσεις που εμπλέκονται άτομα του οικογενειακού συστήματος.

Τα σχόλιά μου αυτά δεν αφορούν μια ναρκισσιστική περιγραφή των ικανοτήτων μου, αλλά τα ονομάζω για να καταγράψω το δέος και την αγωνία που με διακατέχει, όχι ως αποτέλεσμα ανεπάρκειας, αλλά ως απόρροια ευθύνης εμπρός στο θέμα που καλούμαστε να διαπραγματευτούμε και ως προς τη συναισθηματική φόρτιση που βιώνω, ακόμη και μετά από τόσες χιλιάδες περιστατικά, καθώς μετέχω σε καταστάσεις που όλοι δηλώνουν υπερασπιστές της ψυχικής υγείας των παιδιών και που ταυτόχρονα τα χρησιμοποιούν ασύστολα, ταυτίζοντάς τα με τις δικές τους επιδιώξεις.

Στα πλαίσια ενός προσωπικού αναστοχασμού καταγράφω ότι ο ίδιος άνθρωπος είμαι σε εντελώς διαφορετική κατάσταση όταν καλούμαι αφενός να εξετάσω ως ειδικός την διχογνωμία μεταξύ των γονιών για τα θέματα ανατροφής των παιδιών τους ή τα προβλήματα της δικής τους σχέσης, όπου το αίτημα είναι η αναζήτηση της όποιας λύσης, και αφετέρου όταν ως εντεταλμένος της εισαγγελικής αρχής εμπλέκομαι στα ζητήματα αυτά.

Στην πρώτη περίπτωση τα θέματα που καλούμαι να αντιμετωπίσω είναι πολλές φορές πολύ απαιτητικά, αλλά στο βαθμό που το αίτημά τους είναι η λειτουργικότητα, τότε η παραγωγή λύσης είναι δυνατή. Υφίσταται η διαφωνία, αλλά στόχος είναι η επίτευξη λύσης.

Και η σταθερή θεραπευτική κατεύθυνση είναι η ανάληψη της προσωπικής ευθύνης για το όποιο γεγονός, αφού για να υπάρξει θεραπεία είναι η εκ προοιμίου απόρριψη της όποιας καταγγελίας για τον άλλο και η συνειδητοποίηση της προσωπικής ευθύνης, αφού είναι αρχή μας ότι για όποια δυσλειτουργία είτε σε προσωπικό, είτε επαγγελματικό ή κοινωνικό επίπεδο, η ευθύνη αφορά και τις συνθήκες – πλαίσιο μέσα στο οποίο υφίσταται η εμπλοκή, και τους άλλους που συμμετέχουν στο γεγονός, όσο και τον ίδιο τον άνθρωπο που αισθάνεται αδικημένος.

Η ανάληψη της προσωπικής ευθύνης είναι το κλειδί των αλλαγών και της προσωπικής ανάπτυξης, καθώς επικεντρώνεται κανείς στην υπέρβαση της όποιας αδικίας. Είναι τότε που η ευθύνη δεν εκλαμβάνεται με όρους υπαιτιότητας, αλλά ως ικανότητα και ανάληψη της εξουσίας για την προσωπική πορεία.

Επομένως και στις πιο ακραίες καταστάσεις η αίσθηση μετά από πολυάριθμες θεραπευτικές συνεδρίες είναι η πληρότητα. Ακόμη και μετά από συνεδρίες που περιείχαν αποτυχίες προσωπικών σχέσεων, επεξεργασία προσωπικών επιλογών ζωής μετά από διαζύγιο, σοβαρές σωματικές αρρώστιες, από θανάτους ενίοτε γονιών, ενίοτε παιδιών, που ποτέ δεν μπορεί να είναι ευχάριστες, όμως τελικά μπορεί να είναι προσανατολισμένες προς τη ζωή.

Στην λειτουργικότητα νικητής είναι εκείνος που δεν θα βουλιάξει στην αντιδικία, αλλά θα προχωρήσει στη ζωή του. Στις περιπτώσεις όμως που υφίσταται η ευθύνη ως υπαιτιότητα μοιάζει επιτυχία η επίρριψη της ενοχής στον άλλο και η προσωπική θυματοποίηση. Νικητής στις νομικές αντιδικίες είναι αυτός που θα καταγραφεί ως θύμα. Ως θύμα ο κατήγορος που επιβεβαιώθηκε η βλάβη που υπέστη, ως θύμα ο κατηγορούμενος που αθωώθηκε. Επομένως αντίθετα προς τη ζωή, από το δικαστήριο θα φύγει πανηγυρίζοντας αυτός που θα αποδείξει ότι έχει πάθει τη μεγαλύτερη ζημιά.

Στην εξέταση των εισαγγελικών παραπομπών για ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη, νιώθω ότι συμμετέχω σε ένα φεστιβάλ φθοράς που διατρέχει όλους τους συμμετέχοντες. Είναι εκεί που άνθρωποι που έχουν αποδεδειγμένα συμπεριφερθεί εγκληματικά ως προς τα παιδιά τους, έρχονται αισθητικά περιποιημένοι και κάνουν ηθικά κηρύγματα για το πώς πρέπει να ανατρέφονται τα παιδιά για να έχουν ψυχική υγεία, και αναζητούν τους τρόπους που θα σε προσεταιριστούν και πάντοτε φυσικά επικαλούμενοι το συμφέρον του παιδιού.

Τα ψυχικά δυναμικά του Διαζυγίου

Η δέσμευση αποτελούσε το κύριο χαρακτηριστικό των γάμων στο παρελθόν. Ο γάμος αποτελούσε αφ’ εαυτού δέσμευση ζωής. Το διαζύγιο αποτελούσε ένα σπάνιο γεγονός, που δικαιολογείτο μόνο σε πολύ ακραίες καταστάσεις και συνοδευόταν από την κοινωνική απαξίωση.

Η δέσμευση ήταν πολύ σημαντικός παράγοντας στις τότε συνθήκες, επειδή επέτρεπε την ύπαρξη σταθερών οικογενειακών δομών, που συντελούσαν στην αναγκαία κοινωνική σταθερότητα.

Η υποχρεωτική αυτή δέσμευση διασφάλιζε την σταθερότητα, αλλά όχι αναγκαστικά και την ποιότητα του γάμου. Οι σύζυγοι δεν χώριζαν, αλλά αυτό δεν σήμαινε αναγκαστικά, ότι αγαπιόντουσαν. Εκτός από εκείνους τους συζύγους που διάθηκαν την κοινή τους ζωή με αμοιβαίο σεβασμό, δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις συζύγων που έζησαν μαζί για δεκαετίες, αλλά που στο τέλος της ζωής τους εκσφενδόνιζαν απαξιωτικές εκφράσεις που περιείχαν συσσωρευμένη πίκρα, οργή και απόρριψη.

Η συντροφική σχέση επενδύεται με πολλές προσδοκίες για χαρά και ευτυχία. Ο κάθε σύντροφος περιμένει από τον άλλο να ικανοποιήσει την βαθύτερη επιθυμία του να γίνει ευτυχισμένος. Η αναπόφευκτη ματαίωση οδηγεί στην οδύνη για την χαμένη προσδοκία. Η αδυναμία του ζευγαριού να επεξεργαστεί τη ματαίωση και να αναζητήσει νέους τρόπους συνδιαλλαγής, οδηγεί στην αναβίωση όλων των παιδικών ματαιώσεων και, συνεπώς, προξενεί ακόμα μεγαλύτερη οδύνη.

Ο έρωτας όταν κινείται στην ανασφάλεια, στην ανάγκη της επιβεβαίωσης, όταν επιζητά να καλύψει άλλες ανάγκες που δεν έχουν αναγνωριστεί, ή δεν έχουν επεξεργαστεί, τότε χάνει τα φτερά του και κρατά μόνο την σαΐτα του που τραυματίζει.

O ερωτευμένος που επενδύει στον έρωτα για να ξεφύγει από τις πληγές της Βιωτής του, στην πρώτη αίσθηση ματαίωσης αντιδρά με απελπισμένη επιθετικότητα. Οι πληγές ανοίγουν και το πύον τους ποτίζει την ύπαρξη και τις συμπεριφορές. Το διαζύγιο είναι η αναγγελία θανάτου του γάμου που έχει προηγηθεί.

Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες που επεξεργάστηκαν το πένθος του διαζυγίου τους. Παρακινούμενοι από την αγάπη για τα παιδιά τους υπερέβησαν τις συγκρούσεις και τις αντιπαλότητες και αναζήτησαν κοινές λύσεις προς το συμφέρον των παιδιών τους. Αναρωτήθηκαν για τη δική τους συμμετοχή στην αποτυχημένη σχέση τους. Επεξεργάστηκαν τα συναισθήματά τους. Έθεσαν νέους προσωπικούς στόχους, ώστε να μπορέσουν να προχωρήσουν τη ζωή τους, με τρόπο που να είναι λειτουργικός. Αυτό βέβαια απαιτεί προσωπική εργασία και ώριμη προσωπικότητα.

Είναι τότε που η στάση αυτή των χωρισμένων γονιών επιτρέπει και την εκ μέρους των παιδιών επεξεργασία του πένθους για την χαμένη τους οικογένεια και την εξομάλυνση των φόβων τους για τη συνέχεια της ζωής τους.

Αυτή η στάση των διαζευγμένων γονιών επιτρέπει στην πραγματικότητα την αυθεντική συνεπιμέλεια των παιδιών τους, που και βέβαια είναι και το ζητούμενο.

Η αντιδικία: Το μικροκλίμα της συγκρουσιακής σχέσης στο διαζύγιο. Δυστυχώς δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που η αντιδικία των πρώην συζύγων παραμένει ασίγαστη και που δημιουργεί ένα τοξικό μικροκλίμα μέσα στο οποίο καλούνται τα παιδιά να υπάρξουν, με τις ανάλογες ψυχικές παρενέργειες.

Το τοξικό μικροκλίμα στις συγκρουσιακές σχέσεις ενός διαζυγίου είναι αμετάβλητο και επαναλαμβανόμενο στην πάροδο του χρόνου και τείνει να είναι καθηλωτικό στα χαρακτηριστικά του.

Ο κάθε πρώην σύντροφος ζητάει την επιβεβαίωση και την δικαίωση. Δίνουν συνεχείς μάχες για εντελώς ασήμαντα θέματα. Αν δεν κοντραριστούν, δεν έχουν ζωή. Υποκρύπτεται μια χαμηλή αυτοεκτίμηση που καλύπτεται από την πανοπλία του ισχυρού. Ανυποψίαστος ο καθένας για το πόσο πληγώνει, εστιάζεται διαρκώς στο πόσο ο ίδιος πληγώνεται. Οι θεατές της διαμάχης – κυρίως τα παιδιά τους – είναι αναγκαίοι, αφού προσφέρουν την πιθανότητα απόκτησης συμμάχων και νόημα στην ανόητη διαμάχη. 

Η αίσθηση της προδοσίας πλημμυρίζει την κάθε σκέψη και η ανταπόδοση – εκδίκηση καταγράφεται ως το σημαντικό νόημα. Η μεγιστοποίηση του πόνου βέβαια έχει τις ρίζες της στο παρελθόν. Γι’ αυτό η μη ανακούφιση ακόμη και με την εκμηδένιση του άλλου ή με τον χωρισμό που ουσιαστικά δεν πραγματοποιείται ή που δεν είναι ποτέ οριστικός. Ο εξωτερικός εξευτελισμός χρησιμεύει σαν ερέθισμα για την εκφόρτιση της εσωτερικής έντασης και γι’ αυτό και συνοδεύεταΙ από μια περίεργη αίσθηση ηδονής.

Όταν η σχέση στο ζευγάρι εκπίπτει στην αναζήτηση της δικαίωσης, διαστρέφεται σε διαμάχη εξουσίας, δηλαδή επικράτησης, δηλαδή θανάτου. Όταν το ερωτικό παιχνίδι γίνει παιχνίδι επικράτησης, τότε η ηδονή συνδέεται με τον πόνο και οι σύντροφοι αναγνωρίζονται επιλεκτικά ως θύματα και ως θύτες.

Στα πλαίσια της διαμάχης ο κάθε σύντροφος θα αρνηθεί την προσωπικότητα άλλου και θα διαμαρτύρεται ότι ο άλλος μειώνει την δική του. Θα επιτεθεί στα όνειρά του. Θα προσβάλει τις αξίες του. Θα διαβάλει τις επιδιώξεις του. Θα καταγγείλει τις ρίζες του και την πατρική του οικογένεια. Η δουλειά του άλλου θα γίνει σημείο τριβής και το ενδιαφέρον του γι’ αυτήν, σημάδι έλλειψης αγάπης• οι όποιες γνώσεις θα γίνουν δηλητηριασμένες ερμηνείες που θα στοχεύουν στην αχίλλειο πτέρνα της καρδιάς του άλλου. Θα αναζητεί και θα επικαλείται τρίτους, όχι για να βγει από την απελπιστική μιζέρια της αυτοδικαίωσης, αλλά για να βρει συμμάχους που θα επιτεθούν, θα αφοπλίσουν και θα συνδράμουν στην εξόντωση του συντρόφου. Θα αναζητήσει κριτές που θα έχουν τα δικά του κριτήρια, ώστε να τον δικαιώσουν.

Οι πρώην σύζυγοι αλληλοκατηγορούνται και δεν αγωνίζονται για να πετύχουν την ευτυχία, αλλά για να αποδείξουν πόσο ο άλλος τους πληγώνει. Δημιουργείται κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα εξαρτητικό παιχνίδι πόνου και ευχαρίστησης, όπου το θύμα είναι ο ισχυρός.

Το μυαλό του εγκαταλειμμένου συζύγου βρίσκεται σε αφάνταστη εγρήγορση. Νιώθει ζωντανός επειδή τυραννιέται. Τα άλλα γεγονότα της ζωής έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Η εργασία και τα παιδιά διεκπεραιώνονται μηχανιστικά, αλλά το μυαλό είναι πάντα στραμμένο εκεί. Στον πρώην.

Συχνά τα παιδιά γίνονται όπλα ενάντια στον άλλο. Τότε μπορεί να ασχοληθεί υπερβολικά μαζί τους. Να τους προσφέρει τα πάντα. Να τους δίνει προτεραιότητα, έτσι ώστε να μπορεί να συγκρίνεται με τον άλλο και να κερδίζει τις εντυπώσεις.

Στις καταστροφικές αυτές διαμάχες οι πρώην σύζυγοι παραμελούν τη γονική επιμέλεια, καθώς δεν διαπραγματεύονται όρους για την φροντίδα των παιδιών, αλλά όρους για την καθυπόταξη του άλλου. Το διαζύγιο μετατρέπεται σε ρινγκ, όπου πραγματοποιείται μια σκληρή μάχη για το ποιος θα εξουσιάζει. Μια ιδιότυπη όμως μάχη, όπου επικρατεί αυτός που θα καταγραφεί ως το θύμα.

Η επικράτηση στηρίζεται στο ότι το υποτιθέμενο θύμα αποδεικνύει την έλλειψη αγάπης του άλλου γονιού για τα παιδιά. Επομένως και οι δύο σ’ αυτή την μάχη δεν επιθυμούν την φροντίδα του άλλου για τα παιδιά, αλλά αποδεικτικά στοιχεία της ανυποληψίας και της προδοσίας του. Εξωτερικά θα αναφέρονται με δραματικό τρόπο στην έγνοια τους για τα παιδιά, όμως ταυτόχρονα κύρια φροντίδα τους αποτελεί το να υποσκάπτουν τη σχέση του παιδιού με τον άλλο γονιό.

Τα παιδιά του διαζυγίου

«Φοβάμαι όλα αυτά που θα γίνουν για μένα, χωρίς εμένα»

Η αγωνία πολλών γονιών για το πώς πρέπει να αναγγείλουν το διαζύγιο στα παιδιά τους για να μην πονέσουν αποτελεί μια ουτοπία. Είναι δυνατόν να μην πονέσουν τα παιδιά, ανεξάρτητα από τις όποιες προσπάθειες συγκάλυψης της απώλειας;

Τα παιδιά εύχονται οι γονείς τους να είναι μαζί. Δεν τους ενδιαφέρουν οι στατιστικές, ούτε η κοινωνική αποδοχή του διαζυγίου. Η στάση τους αυτή δεν αφορά την ηθική ή μη, αλλά την ασφάλεια που απαιτούν να υπάρχει στη δική τους ζωή. Σε όλη τη σχετική βιβλιογραφία έχει επισημανθεί η αναγκαιότητα της συνεργασίας και επικοινωνίας των γονέων σχετικά με θέματα που αφορούν τα παιδιά. Έχει επίσης τονιστεί η σπουδαιότητα της ποιοτικής σχέσης και η συνέχιση της επικοινωνίας των παιδιών και με τους δύο γονείς ώστε τα παιδιά να μην αναγκάζονται «να χωρίσουν τον έναν γονέα».

Τα παιδιά είναι σημαντικό να ενθαρρύνονται και να στηρίζονται στη θλίψη που αισθάνονται ώστε να εκφράζουν τα συναισθήματά τους. Είναι απαραίτητη η αναγνώριση, η κατανόηση και η αποδοχή των συναισθημάτων τους, όπως και η διαβεβαίωση ότι όλα τα παραπάνω αποτελούν φυσιολογικές αντιδράσεις «πένθους» για το χωρισμό των γονέων τους.

Η ανατροφή ενός παιδιού προσφέρεται ως αέναος πηγή συγκρούσεων ανάμεσα στους γονείς που δεν έχουν βρει κώδικα επίλυσης των διαφορών τους. Από τις πρώτες στιγμές της ανατροφής, που αφορούν το φαγητό, τον ύπνο ή την καθαριότητα, μέχρι την φύλαξή του στον παιδικό σταθμό ή στους παππούδες, το σχολείο, το διάβασμα, τον ελεύθερο χρόνο, την χρήση του κινητού ή του τάμπλετ, τις παρέες, τη σεξουαλικότητα και την αυτονόμηση, δίνονται ατελείωτες αφορμές για συγκρούσεις. Ο κάθε γονιός κινδυνεύει να μονοπωλεί την ορθότητα της επιβαλλόμενης στάσης και συμπεριφοράς και τείνει να ακυρώνει τον άλλο.

Επομένως η απουσία στοιχειώδους λειτουργικότητας μεταξύ των γονιών επισφραγίζει τη διένεξη στο διηνεκές.

Μακροχρόνιες αντιδράσεις και προσαρμογή των παιδιών στο διαζύγιο Είναι πολύ συχνό φαινόμενο στους παιδοψυχιάτρους να βλέπουν ότι τα παιδιά των διαζυγίων αναπτύσσουν ψυχοπαθολογικές καταστάσεις, αφού τότε βλέπουν τους γονείς τους να συνεργάζονται υποχρεωτικά.

Το διαζύγιο συνδέεται συχνά με αυξημένο άγχος στα παιδιά, με Βαθύτατη θλίψη’ με αγχώδεις συμπεριφορές και με πτώση της σχολικής τους επίδοσης.

Τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας αρχικά αντιδρούν με δάκρυα, θυμό και με στάδια σιωπής. Συχνά οδηγούνται σε παλινδρόμηση σε συμπεριφορές που αντιστοιχούν σε προηγούμενα στάδια ανάπτυξης. Επιπλέον, οδηγούνται σε λανθασμένες ερμηνείες για τις αιτίες του διαζυγίου, λόγω του ότι γνωστικά δεν μπορούν να κατανοήσουν ακόμη αρκετά πράγματα και θεωρούν υπεύθυνο τον εαυτό   τους με αποτέλεσμα την ανάπτυξη έντονων ενοχών και υπερβολικών φοβιών• Τα παιδιά σχολικής ηλικίας συνήθως παρουσιάζουν θλίψη και έντονο Ιδιαίτερα για το γονέα που «φεύγει». Συχνά αισθάνονται το διαζύγιο σαν μια απόρριψη προς το πρόσωπό τους και εμφανίζουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και δυσκολίες στη μάθηση. Επίσης, προκειμένου να τραβήξουν την προσοχή των γονέων τους και να προσπαθήσουν να «επανενώσουν» την οικογένεια, εκθέτουν τον εαυτό τους με το να καταφύγουν σε παραβατικές συμπεριφορές (επιθετικότητα, κλοπές, ψέματα), που θα επισύρουν τιμωρίες.

Τα παιδιά εφηβικής ηλικίας εμφανίζουν συχνά συμπτώματα κατάθλιψης, όπως ευερεθιστότητα, θλίψη, χαμηλή αυτοεκτίμηση και δυσκολίες στη συγκέντρωση. Συχνά, δίνουν την εντύπωση ότι απομακρύνονται από την οικογενειακή ζωή και καταφεύγουν σε φίλους τους. Κάποιες φορές επίσης παρουσιάζουν δυσκολίες στον ύπνο και τη διατροφή τους, σωματικά ενοχλήματα και παραπτωματικότητα. Όταν μεγαλώνουν μόνο με την μητέρα και με την πλήρη απουσία του πατέρα παρουσιάζουν μια δυσκολία κατανόησης και υπακοής στην οριοθέτηση και την πιθανότητα ανάπτυξης μιας διαταραχής συμπεριφοράς στα αγόρια και μια πιο πρώιμη και χαοτική ανάπτυξη της σεξουαλικότητας στα κορίτσια.

Όταν υφίσταται η απουσία μητέρας, τότε μπλοκάρει ο συναισθηματικός κόσμος του παιδιού, αφού είτε ο πατέρας αδυνατεί να τον προσφέρει, είτε ζητά το παιδί ως σύντροφο, είτε εκπίπτει στον ρόλο του «πατέρας και μητέρα μαζί», προσπαθώντας να καλύψει τα συναισθηματικά κενά, αλλά με τρόπο που Χάνει την προσωπική του ταυτότητα.

Συμπεράσματα – Προτάσεις

Στο πλαίσιο της διαμόρφωσης ενός πιο λειτουργικού νόμου που θα προσπαθεί να καλύψει τα προβλήματα των παιδιών των συγκρουσιακών διαζυγίων και να οριοθετεί στα σύγχρονα νέα κοινωνικά δεδομένα τις σχέσεις του παιδιού και με τους δύο γονείς του, προτείνουμε τα ακόλουθα, αφού υπογραμμίζουμε ότι οι όποιοι νόμοι μπορούν να απαλύνουν κάποιες δευτερογενείς επιπτώσεις στη ψυχική υγεία των παιδιών και σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να προσφέρουν την επιθυμητή κατάσταση όπου και οι δύο γονείς, παρά την διαφορετικότητά τους, έχουν μια αρμονική σχέση που να επιτρέπει τον εμπλουτισμό του παιδιού και από τους δύο.

Η σχέση του παιδιού και με τους δύο γονείς είναι επιθυμητή και συμφέρουσα και θα πρέπει να ευνοείται.

Η συνεπιμέλεια και των δύο γονέων κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση (από ΚΟΙνού λήψη όλων των αποφάσεων για τη ζωή του παιδιού), αλλά αυτή δεν συνεπάγεται αναγκαστικά και την ισόποση κατανομή των χρόνων κοινής ζωής των παιδιών με τους γονείς, αφού θα πρέπει να διερευνώνται και οι πολλαπλές μεταΒαλλόμενες συνιστώσες που αφορούν τόσο την προσωπικότητα των γονιών, την επάρκεια για την εξάσκηση του γονικού ρόλου, την αναπτυξιακή φάση των παιδιών, καθώς και τη συναισθηματική σχέση που είχε το παιδί με τον κάθε γονιό πριν την ύπαρξη του διαζυγίου.

Η γονεϊκή επάρκεια του κάθε γονέα στην άσκηση του ρόλου του δεν είναι δοσμένη και απαιτείται η διερεύνησή της από ψυχιάτρους παιδιών, εφήβων και οικογένειας, ειδικά σε περιπτώσεις που υφίσταται υποψία ψυχικής διαταραχής ή διαταραχής προσωπικότητας.

Η αναπτυξιακή ωρίμανση των παιδιών απαιτεί διαφοροποιημένη στάση όσον αφορά την αναλογούσα φροντίδα και παρουσία του κάθε γονιού στις διαφορετικές ηλικιακές ομάδες.

Συγκεκριμένα θεωρείται σημαντική η σταθερή παρουσία της μητέρας ή ενός σταθερού προσώπου στα πρώτα χρόνια της ζωής και ειδικά στην ηλικία μέχρι τα τρία έτη. Στην ηλικία 3-13 ετών το παιδί έχει τη δυνατότητα της αξιοποίησης των διαφορετικών στοιχείων του κάθε γονιού.

Στην εφηβεία που έχει αναπτυχθεί η δυνατότητα κοινωνικής προσαρμοστικότητας πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν η επιλογή του εφήβου για τον τρόπο ζωής του και τη διαχείριση της καθημερινότητάς του.

Η διάσπαση της οικογενειακής δομής δεν πρέπει να συμπαρασύρει τη διάσπαση της αδελφικής σχέσης που κρίνεται ως λίαν σημαντική. Επομένως αντιστοιχεί να ευνοείται η συνύπαρξη – συμβίωση των αδελφών.

Η ύπαρξη σταθερής κοινωνικής δομής ευνοεί τη δόμηση μιας σταθερής ψυχικής δομής στην παιδική ηλικία και επομένως θα πρέπει να ευνοείται σε οποιαδήποτε μορφή επιμέλειας. Στο πλαίσιο αυτό η διαρκής μετακίνηση του παιδιού σε διαφορετικά περιβάλλοντα απαιτεί μια απαιτητική συνεννόηση των δύο γονιών για το πλήρες πρόγραμμα του παιδιού που στην πράξη καταστρατηγείται και υπονομεύεται.

Η θέσπιση ενός εξειδικευμένου οικογενειακού δικαστηρίου με δικαστή που θα διαθέτει τις αντίστοιχες απαιτούμενες γνώσεις κρίνεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση μιας στοιχειώδους απονομής δικαιοσύνης στον Χώρο της φροντίδας του ευαίσθητου ψυχικού κόσμου των παιδιών.

H θέσπιση της συνεπιμέλειας απαιτεί την ύπαρξη ειδικής παιδοψυχιατρικής ομάδας (Παιδοψυχίατρος, Ψυχολόγος, κοινωνικός Λειτουργός), (και όχι μόνο ενός ειδικού), στο πλαίσιο ενός εξειδικευμένου οικογενειακού παιδοψυχιατρικού τμήματος, η οποία θα εισηγείται με εξατομικευμένο τρόπο, κατόπιν εξέτασης των στοιχείων του συγκεκριμένου περιστατικού.

Η θέσπιση του διαμεσολαβητή που θα είναι ειδικά στη γνώση της συστημικής θεώρησης των οικογενειακών δυναμικών, δύναταΙ να συμβάλλει στην εξομάλυνση των συγκρούσεων μεταξύ των γονέων που σαφώς και λειτουργούν τοξικά στον ψυχικό κόσμο των παιδιών.

Είναι επιθυμητή ή ενίοτε επιβεβλημένη η παροχή συμβουλευτικής ή ψυχοθεραπευτικής αρωγής των γονιών προκειμένου να υπερβούν τις όποιες ψυχικές φθορές που οδήγησαν στο διαζύγιο ή που επήλθαν συνεπεία αυτού, προκειμένου όχι μόνο να μην συμπαρασύρουν τα παιδιά τους στις προσωπικές τους εμπλοκές, αλλά αντίθετα να τους επιτρέψουν να ζήσουν μια λειτουργική ζωή.

Η συνεπιμέλεια δίχως τις προϋποθέσεις εξέτασης των συγκεκριμένων στοιχείων αποτελεί όπλο των γονιών με τη μεγαλύτερη ψυχοπαθολογία, αφού θα μπορούν να ελέγχουν και να εμπλέκονται στη ζωή του πρώην συζύγου και τα παιδιά θα είναι οι όμηροι στα Χέρια του.

Δημήτριος Καραγιάννης

Παιδοψυχίατρος, Επ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Frederick

Λευκωσίας Κύπρου, Δ/ντής Κέντρου Παιδοψυχικής Υγιεινής ΕΣΥ