Ένα παιδί προσεγγίζει τον κόσμο και απορεί με τη συμπλοκότητα του κόσμου.
Αναζητά την θέση του, αγωνίζεται να αφομοιώσει τις συνεχείς αλλαγές που συμβαίνουν στο σώμα, στο νού και στη καρδιά του. Προσπαθεί να κατανοήσει τις μυστικές σχέσεις των εννοιών, στέκει έκθαμβο απέναντι στην ομορφιά και τρομαγμένο απέναντι στη σκληρότητα του κόσμου.
Προσπαθεί να εξηγήσει τις αντιφάσεις των μεγάλων.
Οι απορίες γεννούν ερωτήσεις.
Όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο, η πρώτη ερώτηση σηματοδοτεί την αρχή του σχετίζεσθαι με τη γνώση των γραφομένων, την αρχή της κατανόησης του καινούριου και την επιθυμία περισσότερης γνώσης. Αντίστοιχα αντιδρά ένα παιδί, καθώς πρωτοδιαβάζει το μεγάλο βιβλίο του κόσμου.
Οι γονείς μεσολαβούν ανάμεσα στο παιδί και στην πραγματικότητα. Γίνονται οι πρώτοι σημαντικοί μεταφραστές αινιγμάτων. Έχουν ήδη προσεγγίσει το μεγαλείο και την τραγικότητα της ζωής, έχουν προσπαθήσει να επεξεργαστούν τις απαντήσεις των δικών τους γονιών, έχουν ήδη δημιουργήσει την δική τους σχέση που επηρεάζει και διευρύνει – στην περίπτωση της καλής αγαπητικής επικοινωνίας – την κατανόηση του κόσμου. Όμως, δεν έχουν κλείσει το κεφάλαιο των δικών τους αποριών.
Το παιδί τους καλεί να σταθούν με ειλικρίνεια απέναντι στον κατακερματισμένο εσωτερικό προσωπικό τους χάρτη και να τον αναθεωρήσουν.
Πώς να απαντήσεις για το Θεό σ’ ένα παιδί, αν όχι μέσα από το βίωμα της προσωπικής σχέσης μαζί Του;
Πώς να απαντήσεις γιατί ζούμε σ’ ένα παιδί πέντε χρονών αν δεν επιτρέψεις να αγγίξει η παρουσία του και η σχέση μαζί του όλη σου την ύπαρξη;
Για χάρη του παιδιού, οι γονείς ξαναπροσεγγίζουν τον κόσμο. Αν η αλήθεια τους δεν αντέχει να σταθεί απέναντι στην αθωότητα, δεν έχει υπόσταση. Τα σκοτεινά, βασανιστικά τους σημεία έρχονται ξανά στην επιφάνεια, καθώς το παιδί τα αποκαλύπτει, το ίδιο αδιάψευστα όπως και τις δυνατότητές τους.
Πώς να απαντήσει ένας γονιός “γιατί ζούμε” αν η καρδιά του είναι στερημένη από τον σύντροφο, αν μόλις αποχαιρέτισε τον γονιό του μέσα σε άλυτες συναισθηματικά καταστάσεις; Πώς να απαντήσει γιατί ζούμε, αν η εργασία του έχει καταντήσει δουλεία χωρίς ελευθερία και δημιουργικότητα, αν δεν εμπιστεύεται τους ανθρώπους και έχει στερηθεί το αγαθό και την παραμυθία της φιλίας; Πώς να απαντήσει γιατί ζούμε αν έχει χαθεί η χαρά που κάνει ανάλαφρο το βάδισμα, αν έσβησαν τα άστρα που χάριζαν το όραμα, αν στέρεψε από γιορτές το σπιτικό και παραδόθηκε στη φθορά της ρουτίνας;
Μήπως όμως αυτή η ερώτηση μπορεί τελικά να εγείρει απαιτητικές και λυτρωτικές κινητοποιήσεις; Μήπως τελικά η υπεύθυνη δέσμευση του γονιού απέναντι στο παιδί του, τον καλεί να αναζητήσει ξανά νόημα στη δική του ζωή;
Γονείς και παιδί σε μια συνεχή αλληλεπίδραση.
Πώς δεν θα καταχραστούν οι γονείς την εξουσία που τους δίνει η ηλικία και η θέση τους απέναντι στο παιδί;
Πώς, ενώ θα απολαμβάνουν τη χάρη και τη δροσιά της ερώτησης του παιδιού, δεν θα υποτιμούν τη σοβαρότητά της;
Πώς θα του μάθουν να αγαπήσει τα ίδια του τα ερωτήματα καθώς θα γίνουν το κλειδί για να ανοίξει τα μυστικά της ζωής;
Οι γονείς που αρκούνται σε μια επιφανειακή, επιπόλαιη, “φιλελεύθερη” απάντηση δεν συνειδητοποιούν πόσο εγκαταλείπουν το παιδί. Αντίθετα, η άποψη που έχει παραχθεί μέσα από την επίπονη προσωπική διαδρομή, επιτρέπει κοντά στη θέση και την αντιπαράθεση, επιτρέπει δηλαδή την ελευθερία στο παιδί να προχωρήσει πέραν του δικού τους επιπέδου. Μοιάζει παράδοξο, αλλά προϋπόθεση της γόνιμης αμφισβήτησης αποτελεί η σιγουριά της προσφερόμενης γνώσης. Αυτές τις προσωπικές απαντήσεις διψάει το παιδί από τους γονείς κι αυτή τη διαδρομή που τις παρήγαγε λαχταράει να εξερευνήσει, επομένως ζητά απαντήσεις που δεν υπάρχουν στο google ή στην wikipedia.
Όλες οι ερωτήσεις του παιδιού είναι υπαρξιακές καθώς μες την αθωότητά του ζητά να συνδέει τα απλά πράγματα με το βάθος της ύπαρξης.
Οι γονείς καλούνται να κατανοήσουν πώς συνδέονται τα ερωτήματα του παιδιού με τα βιώματα της οικογένειας ή με τις προσωπικές τους ανησυχίες. Γιατί τώρα ρωτά το παιδί; Τι πυροδότησε την παιδική απορία; Είναι μια γέννηση ή ένας αποχωρισμός; Μια αρρώστια, ή μια απώλεια; Ένα προσωπικό βίωμα των γονιών που βιώνεται μυστικά, αλλά τους έχει βαθύτατα επηρεάσει, με συνέπεια να κλονίζεται η συναισθηματική ασφάλεια του παιδιού;
Οι γονείς πυροδοτούν ή καταστέλλουν την επιθυμία του παιδιού να μάθει. Εκείνοι ορίζουν την κατεύθυνση της ανάπτυξης όσον αφορά το νοητικό, πνευματικό ή συναισθηματικό επίπεδο. Πολλές φορές εγκλωβίζονται στη γοητεία ενός έξυπνου παιδιού, συναντιούνται μαζί του μόνο στα βιβλία και το καταδικάζουν να κινείται κυρίως ανάμεσα στους μεγάλους –ιδιαίτερα αν είναι μοναχοπαίδι- καλλιεργώντας υπέρμετρα τη νόηση, με αποτέλεσμα μία άνιση ανάπτυξη εις βάρος της συναισθηματικής του ζωής. Χαρισματικά παιδιά καθηλώνονται στο ρόλο του μικρομέγαλου, χάνουν την ξενοιασιά και την ελευθερία τους, αδυνατούν να χρησιμοποιήσουν δημιουργικά την πραγματικότητα, καθώς αδυνατούν να παίξουν. Αντιστοιχεί επομένως διαφορετική προσέγγιση στα ερωτήματα ενός παιδιού που μεγαλώνει κατ΄ αυτόν τον τρόπο, καθώς προέχει η εκπαίδευση στο βίωμα και στο συναίσθημα.
Το αγαπητικό μικροκλίμα στη σχέση, αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για να καλλιεργηθεί η εμπιστοσύνη που ξεδιπλώνει τις απορίες του παιδιού. Πρόκειται για την προθυμία των γονιών να υπερβούν τις δικές τους ανάγκες και να σκύψουν στοργικά στον κόσμο του παιδιού, απολαμβάνοντας την διεργασία της σχέσης μαζί του, με δέος απέναντι στο θαύμα μιας νέας ύπαρξης.
Είναι συναρπαστικό το γεγονός ότι το ίδιο ερώτημα μπορεί να επιδέχεται διαφορετική απάντηση. Η καλή απάντηση αφ΄ενός καθησυχάζει, αφ΄ ετέρου πυροδοτεί και άλλες ερωτήσεις. Η καλή απάντηση παράγεται μέσα στην εκάστοτε διεργασία μιας μοναδικής και αυθεντικής σχέσης.
Η καλή απάντηση είναι εκείνη που το παιδί αντέχει να μεταβολίζει, που σέβεται την προσωπικότητα και την αναπτυξιακή φάση του.
Η συνεχής ανάπτυξη του παιδιού είναι μία συνεχής πρόκληση που απαιτεί να εισχωρεί το μέλλον στο παρόν της σχέσης. Αγαπώ το παιδί που μεγαλώνει, σημαίνει ότι οι σημερινές απαντήσεις του γονιού στοχεύουν μακροπρόθεσμα, δομούν σταδιακά τον αυριανό ενήλικα.
Όμως, είναι μοιραίο, καθώς ο γονιός εισέρχεται στη διεργασία της σχέσης με το παιδί, να μαθαίνει ο ίδιος ξανά τη ζωή με καινούριο τρόπο. Αυτό δεν το είχε προβλέψει, δεν το είχε φαντασθεί, αλλά είναι αλήθεια, ότι ακριβώς τη στιγμή που το παιδί αισθάνεται ότι γίνεται συναρπαστικό για το γονιό, χωρίς βεβαίως ο ίδιος να υποτιμά τον εαυτό του, αρχίζει να κερδίζει από κείνον τα μέγιστα και να συνδέεται μαζί του με ένα βαθύ και ακλόνητο σύνδεσμο. Μία ατέλειωτη ανεξάντλητη σχέση αμοιβαίας μάθησης αρχίζει.
Και οι γονείς απορούν πολύ συχνά για τον τρόπο που το παιδί προσεγγίζει τη ζωή, ιδιαίτερα στην περίοδο της αναγκαίας αμφισβήτησης στην εφηβεία. Όμως, αν οι γονείς επιβιώσουν της αμφισβήτησης με εμπιστοσύνη στη προσωπική τους διαδρομή, -κάτι που διακαώς επιθυμούν τα παιδιά- τότε οι πόρτες παραμένουν ανοιχτές και τα παιδιά θα επιστρέφουν ξανά και ξανά.
Και οι γονείς απορούν με τις επιλογές των παιδιών σ’ ένα γρήγορα αναπτυσσόμενο κόσμο, στις ραγδαίες αλλαγές των εποχών. Αν όμως δεν τοποθετήσουν τον εαυτό τους στο περιθώριο, τότε τα παιδιά τους προσφέρουν μια συνεχή διεύρυνση της θέασης και κατανόησης του κόσμου, ενώ ταυτόχρονα δεν παύουν να αναζητούν από κείνους δεξιότητες ζωής, με κορυφαία τη στάση απέναντι στον ύστατο αποχαιρετισμό.
Τόσο οι γονείς όσο και τα παιδιά αναζητούν ένα τόπο συνάντησης που θα διευρύνεται στο διάβα της ζωής ∙ ποιος άλλος τόπος αρμόζει καλύτερα, εξόν από το στοίχημα της εξέλιξης, το στοίχημα της σοφίας;
Ελένη Καραγιάννη