Στη θεραπεία οικογένειας, ο θεραπευτής δεν είναι κάποιος ουδέτερος παρατηρητής, αλλά μετέχει ενεργά στη θεραπευτική αλληλαντίδραση.
Στην αρχική φάση της γνωριμίας – σύνδεσης με την οικογένεια, στη φάση του joining, ο θεραπευτής βαπτίζεται στη ζωή της οικογένειας, στη δική της πραγματικότητα, για να μπορέσει στην συνέχεια να ευοδώσει την ανάδυση της οικογένειας.
Στη μακρά πορεία των θεραπειών μικτών – διεθνικών γάμων ένοιωθα την ανάγκη, να αλληλοπεριχωρηθώ με την συμπλοκότητα που ετίθετο εμπρός μου. Είχα να αναρωτηθώ για τους λόγους της εκούσιας άρνησης του τόπου καταγωγής από τον αλλοδαπό σύντροφο και το κόστος που αυτό συνεπάγετο. Να αναρωτηθώ για το αν η απομάκρυνση ήταν προϊόν ανάγκης ή επιθυμίας. Να αναρωτηθώ για το αν ο έρωτας ήταν η αιτία ή το αποτέλεσμα της απομάκρυνσης. Αν επρόκειτο για φτερούγισμα ζωής ή για acting out ενάντια στη ζωή.
Να αναρωτηθώ για το εάν ο έρωτας για τον άλλο σύντροφο ήταν αποτέλεσμα της μέθεξης από τη βίωση του επιτεύγματος της συνάντησης ή η απάντηση στη πρόσκληση για κάτι που ποτέ δε θα επιτευχθεί. Να αναρωτηθώ για το αν η συγκεκριμένη σχέση ήταν σχέση κυριαρχίας ή αλληλο¬περιχώρησης. Είχα να κατανοήσω τις δυσκολίες που γεννούσε αυτή η συνύπαρξη, αλλά και τη δυναμική αυτής της συνύπαρξης.
Στη διάρκεια θεραπευτικών συνεδριών με διεθνικούς γάμους άκουσα συχνά να κατηγορούν τους Έλληνες λέγοντας «δεν αντέχω άλλο τους Έλληνες» και όμως ήμουν Έλληνας εγώ που τους άκουγα και που προσδοκούσαν την κατανόησή μου…
Αυτό μου θύμιζε κάποιες άλλες συνεδρίες όπου γυναίκες γεμάτες εμπιστοσύνη μου έλεγαν κατηγορώντας τους συντρόφους τους ότι «οι άντρες, δε θα μπορέσουν ποτέ να καταλάβουν τις γυναίκες» και όμως ήμουν άντρας. Ανάλογες αντιστοιχίες γέννησαν τις σκέψεις που θα μοιραστώ σήμερα μαζί σας και που αφορούν την συνάντηση των δύο φύλων στον έρωτα.
Διεθνικός γάμος:
-Δύο διαφορετικά έθνη
-Δύο διαφορετικές κουλτούρες
-Δύο διαφορετικές γλώσσες
Μα αναρωτιέμαι: υπάρχει γάμος που να μην προϋποθέτει τη διαφορετικότητα; Δεν προέρχονται οι σύντροφοι από διαφορετικούς κόσμους, με διαφορετική οικογενειακή κουλτούρα και ο καθένας δεν κατέχει μία προσωπική γλώσσα και ένα προσωπικό αποκωδικοποιητή της συμπεριφοράς του άλλου;

Η διαφορετικότητα είναι η αιτία της έλξης και της προσέγγισης. Ο R. Bart σημειώνει: Ο άλλος, ο άγνωστος. Ο ερωτευμένος είναι δέσμιος τούτης της αντίφασης. Από τη μία πιστεύει ότι γνωρίζει το σύντροφό του καλύτερα από τον καθένα και του το δηλώνει θριαμβευτικά «Σε ξέρω εγώ. Μόνο εγώ σε ξέρω καλά». Από την άλλη κυριεύεται συχνά από την εξής αυταπόδεικτη αλήθεια: «Ο άλλος είναι αδιαπέραστος και ανεύρετος. Δεν μπορώ να τον ανοίξω, να βρω τις ρίζες του, να λύσω το αίνιγμα του. Από που έρχεται; Ποιος είναι; Γίνομαι ράκος. Δε θα το μάθω ποτέ».

Φυσικά ο άλλος δε μπορεί να αποτελεί το καθρέφτισμά μας, το είδωλό μας, όπως απαιτούν κάποιοι αδιαφοροποίητοι ανασφαλείς και για τους οποίους η όποια διαφοροποίηση του συντρόφου τους αποτελεί κτύπημα στον παθολογικό ναρκισσισμό τους. Και βεβαίως ο σύντροφος δεν αποτελεί ούτε το άλλο μισό μας. Ο Λακάν υπογραμμίζει: Το ένα φύλο δεν είναι το «έτερο ήμισυ» του άλλου, όπως φαντασιώνεται στο μύθο του Ερμαφρόδιτου και που καλύπτει τις υστερικές φαντασιώσεις.

Στην κλινική πράξη η φαντασίωση αυτή βιώνεται στην απαίτηση των συντρόφων να ευθύνεται ο άλλος για ότι κακό θα συμβεί στη ζωή τους, αφού αυτός θα έπρεπε μαγικά να συμπληρώνει κάθε κενό τους.

Στον έρωτα δύο άνθρωποι διαφορετικού φύλου αγωνίζονται να πλησιάσουν ο ένας τον άλλο. Όποιος έχει κατακυριευτεί από την απολυτρωτική αγάπη δεν ερωτεύεται ακριβώς την αγαπημένη του έτσι όπως εμφανίζεται μέσα στους χρονικούς περιορισμούς, αλλά την εικόνα που έχει πλάσει ο πόθος του, την εικόνα που συγκεκριμενοποιήθηκε στη μορφή της αγαπημένης. Αγαπά λοιπόν την ενσάρκωση του ιδεώδους του… Ο ερωτευμένος διατρέχει τον κίνδυνο να τυφλωθεί από την αγάπη του – όχι από την αγαπημένη του.

Στην εναγκαλιζόμενη αγάπη ο ερωτευμένος αναζητά αυτό που θα τον ολοκληρώσει, αλλά αυτό δε μπορεί να περιορισθεί σε ποσοτικές έννοιες. Σε τελευταία ανάλυση τον ερωτευμένο δεν τον συμπαρασύρει η ορμή ως προς το άλλο φύλο, αλλά ο πόθος για το γιγνόμενο τρίτο, που είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα δύο ερωτευμένων. Το πρόσωπο που αγαπά δεν αντλεί την αξία του από το πρόσωπο του αγαπημένου. Ο ερών είναι θεϊκός, το ερώμενον δεν χρειάζεται να είναι. Η αγάπη απευθύνεται σε ανθρώπους χωρίς να προσμετρά την αξία τους. Η ερωτική επικέντρωση σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο είναι μυστήριο που φθάνει ως τα αρχέγονα βάθη της υπόστασής μας.

Η θέση του ερωτευμένου δεν καθορίζεται ανάλογα με το αν η αγάπη του εναρμονίζεται με τις εκάστοτε ηθικές αρχές, αλλά με το αν αυτή η αγάπη είναι ικανή να τον οδηγήσει στην σωτηριώδη υπέρβαση του εαυτού του.

Ο Ψυχίατρος Χ. Βαρουχάκης μέσα στο Γ΄ Ταχτσόγλειο του Δαφνιού, έβλεπε πρόσωπο στους ανθρώπους που τους το είχαν αρνηθεί και που και οι ίδιοι το είχαν ξεχάσει… και αυτό ήταν η γιατρειά. Ενώ όταν οι Ψυχίατροι χάσουν το πρόσωπό τους και γίνονται κάτοχοι μονοδιάστατης κλωνοποιημένης βιομηχανικής γνώσης παύουν να είναι ερωτικοί, έχουν χάσει την ίδια τους τη ζωή, τη δυνατότητα να αγαπούν και επομένως να θεραπεύουν.

Η εξαγνιστική αγάπη των εγκόσμιων δεν έχει καμία σχέση ούτε με την αισιοδοξία της δειλίας, ούτε με το φοβισμένο φευγαλέο βλέμμα προς τα αβυσσαλέα βάθη της ζωής, ούτε με την παιδιάστικη άγνοια της φθοράς του κόσμου. Από την επιθυμία όμως της μέθης της σύντηξης, η ερωτική αγάπη μπορεί εύκολα να μεταβληθεί σε μίσος. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν αναζητά το διαφορετικό για να συγχωνευτεί μαζί του, αλλά για να το καταστρέψει. ( Εξ άλλου έρως και έρις στα Ελληνικά έχουν την ίδια ρίζα ).

Η Βιολογία μας έχει διδάξει τους δύο μηχανισμούς που διαθέτουν οι ζωντανοί οργανισμοί ως προς το ξένο στοιχείο. Όταν το ξένο στοιχείο αναγνωρίζεται ως εχθρικό, ενεργοποιείται ο μηχανισμός της Αποβολής που εξυπηρετεί την επιβίωση. Όταν όμως το ξένο στοιχείο αναγνωριστεί ως χρήσιμο για τον οργανισμό ενεργοποιείται ο μηχανισμός της Πρόσληψης του ξένου στοιχείου που προάγει τη ζωή.

Κάποιες κοινωνίες αντίστοιχα είναι εχθρικές προς το ξένο στοιχείο για λόγους που σχετίζονται με την επιβίωσή τους. Αντίθετα, οι σημαντικοί πολιτισμοί όπως και οι ασφαλείς κοινωνίες διαθέτουν την ικανότητα να προσλαμβάνουν τα ξένα προς αυτές στοιχεία και επομένως να ανανεώνονται και να εμπλουτίζονται.

Γνωρίζουμε ότι οι κανόνες που διέπουν τη ζωή ενός ζευγαριού διακρίνονται στους προσωπικούς και στους κοινωνικούς. Όσο η συντροφική διεθνική σχέση λειτουργεί, ισχύουν οι προσωπικοί κανόνες (που δημιουργούνται από τους ίδιους τους συντρόφους, είτε κατόπιν συνεννόησης και διαπραγμάτευσης είτε κατόπιν σιωπηλής αποδοχής). Όταν όμως προκύψει διαφωνία ποιος θα αναλάβει να κρίνει και με ποιους κανόνες ως βάση; Τους δικούς τους ιδιωτικούς ή τους κοινωνικούς που διέπουν την κοινότητα εγκατάστασής τους;

Όταν η σχέση στο ζευγάρι εκπίπτει στην αναζήτηση της δικαίωσης, διαστρέφεται σε διαμάχη εξουσίας, δηλαδή επικράτησης, δηλαδή θανάτου. Όταν το ερωτικό παιχνίδι γίνει παιχνίδι επικράτησης, τότε η ηδονή συνδέεται με τον πόνο και οι σύντροφοι αναγνωρίζονται επιλεκτικά ως θύματα και ως θύτες.

Τότε θα αρνηθώ τη γλώσσα του, δε θα τη μάθω ποτέ και θα διαμαρτύρομαι που αυτός δε μιλά τη δική μου και ευθύνεται για το πρόβλημα της μεταξύ μας επικοινωνίας. Θα επιτεθώ στα όνειρά του, θα προσβάλλω τις αξίες του, θα διαβάλω τις επιδιώξεις του, θα καταγγείλω την οικογένειά του, τις ρίζες του. Η δουλειά του θα γίνει σημείο τριβής και το ενδιαφέρον του γι αυτή, σημείο ότι δε με αγαπά…

Οι όποιες ψυχολογικές μου γνώσεις θα γίνουν δηλητηριασμένες ερμηνείες που θα στοχεύουν την αχίλλειο πτέρνα της καρδιάς του. Θα αναζητώ και θα επικαλούμαι τρίτους, όχι για να βγω από την απελπιστική μιζέρια της αυτοδικαίωσης, αλλά για να βρω συμμάχους που θα του επιτεθούν, που θα τον αφοπλίσουν, που θα με συνδράμουν στην εξόντωσή του…

Θα αναζητήσω θεραπευτές που θα σκέφτονται γραμμικά και που θα τους προκαλέσω να δουν τα συμπτώματα του συντρόφου μου, ώστε να επιβεβαιώσουν την ψυχοπαθολογία του. Θα αναζητήσω κριτές που θα έχουν τα δικά μου κριτήρια και που θα απεχθάνονται κάθε τι το ξένο, ώστε να με δικαιώσουν…

Η λύση βέβαια βρίσκεται στην επανακινητοποίηση των δυνάμεων που οδηγούν όχι στο σωστό, αλλά στο λειτουργικό.

Ευρισκόμαστε στο κτίριο της Φιλοσοφικής και επομένως έχουμε να ακούσουμε τον σοφό που απαντούσε με την αναζήτηση του μέτρου. Το «παν μέτρον άριστον» δεν αποτελεί τον μέσο όρο, όπως ισχυρίζονται κάποιοι εκπεσόντες, στερημένοι και συντηρητικοί Φιλόλογοι, ούτε τη μετριότητα, ούτε το ενδιάμεσο των δύο απόψεων, αλλά την αναζήτηση του λειτουργικού στο συγκεκριμένο τόπο, στο συγκεκριμένο χρόνο, από τους συγκεκριμένους ανθρώπους.

Επομένως το μέτρο δε μπορεί ούτε να χαριστεί, ούτε να δανειστεί, ούτε να μεταδοθεί μηχανιστικά, αλλά μόνο να παραχθεί δημιουργικά και επώδυνα. Το έργο των θεραπευτών έγκειται εδώ.

Η δυσφορία για τα μικρά καθημερινά εγκόσμια καθήκοντά μας, αποβαίνει ερωτικό πρόβλημα που η υπέρβασή του αποτελεί ζήτημα ζωής ή θανάτου του έρωτα μας, της ίδιας της ζωής μας.

Αν θέλει ο έρωτας να βρει το δρόμο που θα τον επαναφέρει στους θεούς, πρέπει να παραμερίσει το εμπόδιο της αηδίας για τα εγκόσμια. Το κοσμοθεωρητικό του υπόβαθρο πρέπει να είναι η κατάφαση στο νόημα της ζωής.

Δημήτρης Καραγιάννης
Συνέδριο «Βαλκάνια και Ψυχική Υγεία. Η νεολαία στην δίνη των αλλαγών», Θεσσαλονίκη 1997