«ΑΠΟ ΤΟ ΥΠΑΡΞΙΑΚΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ ΣΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ ΤΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ»

Σκέψεις με αφορμή το Υπόγειο του Ντοστογιέφσκι.

Στις ανεξάντλητες πηγές των κλασσικών, με δυνατότητα καινούριων αναγνώσεων.

 «Θέλω να υπηρετήσω την δίψα της ψυχής της ανθρωπότητας. Ο άνθρωπος είναι ένα μυστήριο. Θα πρέπει να το αποκρυπτογραφήσω», έγραφε ο Ντοστογιέφσκι στα σημειωματάρια του.  

  Ο Ντοστογιέφσκι στέκεται έκθαμβος μπροστά στη συμπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.  Αναγνωρίζει  την ανθρώπινη επιθυμία ως ύψιστο αγαθό, ως κινητήρια δύναμη, καθώς ο άνθρωπος καλείται να επιλέξει ανάμεσα στην διακινδύνευση της επιθυμίας και στον εφησυχασμό των ικανοποιημένων αναγκών.

Ποιος είναι ο ανώνυμος ήρωας του Υπογείου, ο αντι-ήρωας  όπως ο συγγραφέας τον αποκαλεί;

«Είμαι περήφανος», συνεχίζει ο Ντοστογιέφσκι στις σημειώσεις του, «γιατί για πρώτη φορά ανέδειξα τον αληθινό άνθρωπο της ρωσικής κοινωνίας και για πρώτη φορά κατέκρινα την ανάπηρη και τραγική συνάμα πλευρά του. Η τραγικότητα έγκειται στη συνείδηση της αναπηρίας. Έβγαλα από το Υπόγειο την τραγικότητα, η οποία αποτελείται από βάσανα και αυτοτιμωρίες, με την συνείδηση ότι υπάρχει κάτι καλύτερο, το οποίο όμως είναι αδύνατο να κερδηθεί και  με την ακλόνητη πεποίθηση αυτών των δυστυχισμένων ότι είναι δυστυχισμένοι και συνεπώς, δεν αξίζει να κάνουν τίποτα για να αλλάξουν».

Σύμφωνα με τον βιογράφο του Ντοστογιέφσκι Γκρόσμαν  το «Υπόγειο»  είναι μία από τις πλέον διάφανες σελίδες του συγγραφέα. Ποτέ στην συνέχεια δεν ξεδίπλωσε με τέτοια πληρότητα και ειλικρίνεια τις μύχιες σκέψεις του.

“ Είμαι ένας άρρωστος άνθρωπος… είμαι ένας κακός άνθρωπος. Ένας άχαρος άνθρωπος. „

 Το δικαίωμα στην αρρώστια, όταν η ζωή παύει να γίνεται ελκυστική, όταν η επιθυμία συνεχώς καταστέλλεται ή ματαιώνεται. Το καταφύγιο στη νόσο, ο μόνος τρόπος για να ξεφύγει ο άνθρωπος από την εσωτερική σύγκρουση, καθώς η επιθυμία απαιτεί βασανιστικά. Η δυσκολία να αντέξει την εσωτερική σύγκρουση, να επεξεργαστεί, να μεταβολίσει και να συνθέσει, να οδηγηθεί δηλαδή στην συγκρότηση του εαυτού.

Η ηδονή της οδύνης – η απέραντη ευχαρίστηση να μεγιστοποιείται το πρόβλημα – “μου πέρασε η διάθεση να παλέψω γι’ αυτή τη βλάβη, σαν να είναι η φυσιολογική μου κατάσταση„ – η σκουριά που γίνεται ένα με το μέταλλο, η αποδοχή του μοιραίου.

Μοναξιά και αποξένωση. Τα τείχη του Καβάφη…  «ανεπαισθήτως με έκλεισαν από τον κόσμο έξω».  Η αποξένωση από τους άλλους οδηγεί στην αποξένωση από τον ίδιο τον εαυτό καθώς η διαμόρφωση της ταυτότητας εξαρτάται από την αλληλεπίδραση  με τους άλλους. Η αποξένωση από τους άλλους οδηγεί στην απώλεια του εαυτού, στην απώλεια του κόσμου.

 Η μοναξιά, που εδραιώνει τη στάση ενάντια στους ανθρώπους: ο αντί – ήρωας του Υπογείου, ήθελε να νικήσει, γιατί έβλεπε τους άλλους ως εχθρούς. Η μοναξιά, που εδραιώνει τη στάση μακριά από τους ανθρώπους: αγεφύρωτο το χάσμα ανάμεσα στον εαυτό και στους άλλους. Το κλείσιμο στον εαυτό οδηγεί στην παρανοειδή, μίζερη αντίληψη του κόσμου. Η απομόνωση οδηγεί στην ανάπτυξη της έλλειψης εμπιστοσύνης και στην απονέκρωση των συναισθημάτων του.

          Ο ήρωας ψάχνει την ένταση στα αρνητικά συναισθήματα, απελπισμένα αγωνίζεται να κρατηθεί ζωντανός “τουλάχιστον να ήμουν κακός„!  Αφού είμαι τόσο ασήμαντος,  αφού δεν υπάρχει περίπτωση να αναγνωριστώ ως καλός, αφού περνώ απαρατήρητος, τουλάχιστον να γίνω κακός.

 Κατ’ αρχήν λοιπόν ο ήρωας του Υπογείου περιγράφει την ασχήμια του. Θα αντέξει να αντικρύσει κατάματα τον σκοτεινό εαυτό του, ώστε  να φτάσει στον πυρήνα της ομορφιάς;

Οι άνθρωποι που έρχονται για ψυχοθεραπεία θέλουν να αντιμετωπίσουν τη σκοτεινή τους πλευρά και ταυτόχρονα φοβούνται για τα δύσκολα που καλούνται να ψηλαφήσουν. Την παραμονή της πρώτης συνεδρίας ονειρεύονται υπόγεια με αραχνιασμένα, σκονισμένα, ξεχασμένα πράγματα. Είναι όμως ανυποψίαστοι, ότι στην διεργασία της αυτογνωσίας, θα γνωρίσουν καλύτερα και τη δύναμη και τις δεξιότητες, την αυθεντικότητα και τη λαχτάρα τους για ζωή, θα αγγίξουν δηλαδή, τον πυρήνα της αδιαφοροποίητης ομορφιάς, που κάθε άνθρωπος έχει μέσα του.

«Υπάρχει κάποιος μέσα μου που είναι πιο εγώ και από μένα», έγραφε ο ιερός Αυγουστίνος.

Όμως, αν κάποιος δεν επιθυμεί να βγει από το αδιέξοδο, συνεχώς θυμάται το κακό που του έχει προκληθεί από τους άλλους,  επιμένει στο τραύμα και στο θάνατο, θα φτάσει να επινοήσει ανύπαρκτα πράγματα εις βάρος του,  ξεγελά τον εαυτό του και αποφεύγει το ρίσκο μιας αυθεντικής πρόσωπο με πρόσωπο συνάντησης.

Διαστρέβλωση ζωής το δικαίωμα στην καταστροφή.

Είναι ακριβώς το αντίθετο από το θαύμα της ανάληψης ευθύνης : Στην πρώτη περίπτωση, με ηδονή αναζητά  το παραμικρό στοιχείο που θα επιβεβαιώσει το κακό, στη δεύτερη είναι λυτρωτική η απόφαση: να  κατανοήσω τις αληθινές προθέσεις του άλλου και να αναγνωρίσω την προσωπική μου συμβολή  στην αστοχία και στην αποτυχία.

«Στο υπόγειο», γράφει, «το στέρεα κατασκευασμένο αλλά παρ’ όλα αυτά αδιέξοδο, σ’ αυτό το δηλητήριο των ανικανοποίητων επιθυμιών που καταστάλαξε μέσα σου, σ’ αυτόν τον πυρετό των δισταγμών και των αποφάσεων που έλαβες για πάντα, ενώ σε μια στιγμή ξανάρθαν οι μεταμέλειες, σ’ όλα αυτά βρίσκεται το ζουμί της παράδοξης ηδονής».

Περιφρονεί τον εαυτό του, αφού εν γνώσει του τον εξαπάτησε – η τραγικότητα έγκειται στην συνείδηση της αναπηρίας.  

Η ηδονή της αυτοταπείνωσης τελικά ενοχοποιεί τους άλλους, καθώς τους καθιστά  ανίκανους να προσφέρουν ευχαρίστηση και καθώς καλούνται να απολογηθούν  για τη δική τους εξέλιξη, για τη δική τους ευτυχία. Μήπως τελικά κίνητρο αυτοταπείνωσης  αποτελεί η ενοχοποίηση των άλλων; 

Πώς να συναντήσει τους άλλους όταν περιφρονεί τον εαυτό του, όταν η μοναξιά του έχει γίνει θάνατος, όταν τους ερμηνεύει με το δικό του τρόπο, χωρίς το βασανιστικό και λυτρωτικό συνάμα καθρέφτισμα στα μάτια τους, όταν αναζητά την αυτοεκπληρούμενη προφητεία, ότι καλύτερα είναι να ξαναγυρίσει στο μίζερο υπόγειο;

Από το υπαρξιακό αδιέξοδο, οδηγείται στο αδιέξοδο των σχέσεων.

Ενώ ο ίδιος ζει απομονωμένος περιφρονώντας τον εαυτό του, θυμώνει που οι άλλοι τον αγνοούν.

Πηγαίνει να συναντήσει τους άλλους σε αμφιθυμία αν τους θεωρεί ανώτερους ή τους περιφρονεί,  (ή μάλλον και τα δύο), αναζητώντας απελπισμένα να τον αναγνωρίσουν, επιμένοντας πάλι αμφιθυμικά, να επιβάλλει αδιάκριτα τον εαυτό του, ταπεινώνοντάς τον ανελέητα ταυτόχρονα.

Οδηγεί τον εαυτό του με μαθηματική ακρίβεια στον εξευτελισμό και στην ταπείνωση.

Κάποια στιγμή ο ήρωας ανατρέχει στα μισητά παιδικά του χρόνια.

Οι ήρωες του Ντοστογιέφσκι ζουν θλιβερή παιδική ηλικία, καθώς ο ίδιος ο συγγραφέας περιγράφει τα δικά του δυστυχισμένα παιδικά χρόνια.

«Καταραμένο εκείνο το σχολείο, γράφει, που ασχημίζει τα παιδιά».

Τα ασχημίζει επειδή τα ισοπεδώνει.

Εικόνα από την ταινία των Pink Fleuds. Από το εκπαιδευτικό σύστημα, παράγονται ομοιόμορφοι, άχαροι, σχεδόν δισδιάστατοι άνθρωποι. Εικόνα κάποιων άχαρων Δημόσιων σχολείων, όπου δεν υπάρχει ούτε φιλοξενών ούτε φιλοξενούμενος. Κρίση αξιών, πρωτίστως κρίση παιδείας.

Ο ήρωας του Υπογείου ως παιδί, δεν μοιραζόταν τα φαντάσματά του με τους γονείς και όλα γίνονταν τεράστια, τρομαχτικά, καθώς έλειπε το περιβάλλον και εμπεριέχον γονικό βλέμμα – «ήμουνα παιδί ονειροπαρμένο και σιωπηλό, που κοιτούσε άγρια στα μάτια», γράφει.

Καταγόμαστε από τα παιδικά μας χρόνια. Μας καθορίζουν τα παιδικά βιώματα. Όμως μας καθορίζουν και οι πρώιμοι προσωπικοί όρκοι τις δύσκολες στιγμές της απόγνωσης, όταν παλεύουμε να δεχθούμε το δώρο της ζωής, χωρίς τις προσμίξεις της γονικής αστοχίας και της μιζέριας.

Στον εγκλωβισμό στον εαυτό, δεν χωρούν οι αληθινοί άλλοι: «μια περιφρονούσα τους άλλους και μια τους έβρισκα ανώτερους», γράφει.

Εξευτελίζεται δημόσια μπροστά στους παλιούς συμμαθητές. Πάντα η συνάντηση με τους συντρόφους της νιότης, αποκτά μεγάλη σπουδαιότητα, καθώς αναμετριέται ο καθένας με τη ζωή του άλλου, με τις επιλογές του, προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει τη πορεία των άλλων, συγκρίνει τον εαυτό του.

 Στη συνέχεια, ο ήρωας αναζητά καταφύγιο σε κάποια νεαρή γυναίκα, που θεωρεί ήδη ταπεινωμένη και εξευτελισμένη.

«Με ταπείνωσαν, ήθελα να ταπεινώσω», γράφει, «με ποδοπάτησαν, ήθελα να κάνω επίδειξη εξουσίας». Η ταπείνωση απαιτεί διαιώνιση.

Εξοντώνει την νεαρή πόρνη ηθικά με τις εικόνες μιας αγνής ζωής, εικόνες συζυγικής αφοσίωσης, εικόνες μητρικής ευτυχίας. Της παρουσιάζει το ζοφερό μέλλον που την περιμένει, φτάνει μέχρι το θλιβερό της θάνατο.  Ταυτόχρονα με την ανάγκη του να την ταπεινώσει, μέσα του διακρίνει αχνά κι ένα ανθρώπινο κίνητρο να την βοηθήσει. Διαφαίνεται αμυδρά η ανεξάντλητη δυνατότητα μιας ανθρώπινης ύπαρξης, να συμβάλλει στην ευτυχία μιας άλλης ύπαρξης. Στην προσπάθεια να βοηθήσει, ανακαλύπτει προσωπικές επιθυμίες και δεξιότητες. Συγκλονιστικό το βίωμα ότι μπορεί κάποιος να βοηθήσει έναν άλλο άνθρωπο να προχωρήσει πέραν του δικού του επιπέδου.

Η Λίζα ξεσπάει σε λυγμούς. «Δόνησα την ψυχή κι έσπασα την καρδιά της», γράφει. Όμως, εκείνος νιώθει αμήχανα. Είναι ένα βήμα πριν την νέκρωση. Κάτι δεν ήθελε να πεθάνει μέσα του, κάτι αντιστέκεται στο βάθος της καρδιάς και της συνείδησης κι εκδηλώνεται  σαν βαθιά μελαγχολία.

Η αλλαγή της συμπεριφοράς της Λίζας από κάτι τραχύ, αναιδές και ανυποχώρητο σε κάτι μαλακό και ντροπαλό, τον κάνει να ντραπεί και ο ίδιος – δείγμα ευγένειας και ανθρωπιάς που αγωνίζεται απελπισμένα  να διασωθεί.

Η Λίζα θα επιστρέψει, θα τον αναζητήσει στο υπόγειο, γιατί του επέτρεψε να την αγγίξει , γιατί μπόρεσε, ενώ ζούσε σε αλλοτριωμένο περιβάλλον να βρει μέσα της τη σπίθα της αγάπης που ελευθερώνει.

Ο ήρωας συγκλονίζεται όταν συνειδητοποιεί ότι η Λίζα δεν επέστρεψε για να ακούσει ευσπλαχνικά λόγια, αλλά για να αγαπήσει, αφού για τη γυναίκα όλη η ανάταση, όλη η αναγέννηση βρίσκεται στην αγάπη.

 Διακρίνει, ότι εκείνη κατανόησε εκείνο που πρώτα  αντιλαμβάνεται μια γυναίκα που  αγαπά αληθινά,  την πραγματική κατάσταση του αγαπημένου, την δυστυχία του.  Παρά το μίζερο εγκλωβισμό του στο υπόγειο, μπορεί να μετακινηθεί και να διακρίνει, για μια κορυφαία στιγμή, την ομορφιά και το μεγαλείο της ψυχής εκείνης, που θεωρούσε ήδη βαθύτατα ταπεινωμένη.

«Και τελικά», γράφει, «η ηρωίδα ήταν αυτή, ενώ εγώ ήμουν το ταπεινωμένο και συντετριμμένο πλάσμα».

Η αφύπνιση, το ζωντάνεμα της ψυχής, όταν μπορεί να θαυμάσει και να εμπνευστεί από μια άλλη ύπαρξη.

Ο Ντοστογιέφσκι  επιτυγχάνει τη ανατροπή.

Δέος απέναντι στον λογοτέχνη που ξέρει να διεισδύει τόσο βαθιά στην ανθρώπινη ψυχή και να περιγράφει τις πιο λεπτές αποχρώσεις των συναισθημάτων.  Η Λίζα, μπορεί να αγαπήσει και να υψωθεί πάνω από τους νόμους της αναγκαιότητας . Μπορεί να διεκδικήσει την αποκλειστικότητα, εκείνη,  που η ανάγκη την οδήγησε να ανήκει σε όλους.

Κι η αντίδραση του αντί – ήρωα;  «Σε μισούσα γιατί σου είχα πει ψέματα», γράφει.

Δεν σε συγχωρώ γιατί ξέρεις την σκοτεινή μου πλευρά.

Είναι τότε που η αποκάλυψη του εαυτού, φέρνει τρόμο, γιατί η κοντινότητα γίνεται απειλητική, αφού  ανασύρει στην επιφάνεια όλα τα άσχημα που προσπαθεί κάποιος  να αγνοήσει.

Φοβόμαστε την κοντινότητα, μήπως ο άλλος μας απορροφήσει και χάσουμε την ελευθερία μας. Φοβόμαστε την κοντινότητα, γιατί αποκαλύπτει και όλες τις ανεδαφικές προσδοκίες από τη σχέση. Οι ανεδαφικές προσδοκίες που επιστρατεύονται για να γεμίσουν το κενό της ύπαρξης.

Σπαραχτικά ρωτάει ο ήρωας: «Αν η αγάπη είναι πάλη που αρχίζει από μίσος και καταλήγει στην ηθική υποταγή, δεν θα μπορούσα να φανταστώ, τι θα έκανα στη συνέχεια το υποταγμένο αντικείμενο»;

Αγάπη, μίσος, υποταγή, εξουσία, απώλεια προσωπικής ελευθερίας. Θύμα και θύτης στο ίδιο αδιέξοδο.

«Ξεσυνήθισα τα ζωντανά αισθήματα με την ματαιόδοξη μοχθηρία μου στο υπόγειο», γράφει, « ξεσυνήθισα τη ζωή, τόσο, που νιώθω απέχθεια προς τη ζωντανή ζωή και δεν ανέχομαι να μου το θυμίζουν».

Ξαναγυρίζει στο υπόγειο, ανίκανος να μάθει από την εμπειρία επαφής με τα άλλα ανθρώπινα πλάσματα, ανίκανος να υπερβεί τον εαυτό του, να διευρύνει τους ορίζοντες κατανόησης του κόσμου, να αντέξει να επεξεργαστεί την αλήθεια του άλλου. Αποτυγχάνει να δεχθεί την αγάπη. Και επιστρέφει πίσω στο υπόγειο, με μια γνώση που του καίει τα χέρια και πρέπει να επιστρατεύσει όλη τη δύναμη για να την θάψει.

Ο Ντοστογιέφσκι θέτει υπαρξιακά ερωτήματα για το νόημα της ζωής, έχοντας βιώσει ο ίδιος φτώχεια, παραμέληση, απώλεια, φυλακή, αρρώστια, εγκλωβισμό σε πάθη, αμφισβήτηση, πίστη, υπέρβαση, αγάπη.

Παλεύει να απαντήσει τα θεμελιώδη ερωτήματα της ύπαρξης: Μοναξιά,  νόημα ζωής, αγάπη, έρωτα, θάνατο. Aναγνωρίζει τον τρόμο της ελευθερίας και την  αγωνία που αντιστοιχεί,  όταν ο άνθρωπος φεύγει από την βεβαιότητα και προσπαθεί να συνθέσει τα αντιφατικά κομμάτια του εαυτού του.

Η λυτρωτική εσωτερική διεργασία καθιστά τη μοναξιά εργαστήρι ζωής, που συμφιλιώνει με τον εαυτό και  με τον κόσμο, γιατί εμπεριέχει τους άλλους. Γίνεται η προετοιμασία για μια αυθεντική  συνάντηση, γίνεται ο χρόνος και ο χώρος ανάμεσα σε γνήσιες ανθρώπινες σχέσεις.

Το ερώτημα απαιτεί προσωπική απάντηση:

Δικαίωμα στην καταστροφή ή δικαίωμα στην αγάπη;

Θα ήθελα τελειώνοντας να δώσω πάλι το λόγο στον συγγραφέα, όπως διασώζεται από τον βιογράφο του:

«Ανεξάρτητα από τις απώλειες, αγαπώ τη ζωή πολύ, αγαπώ τη ζωή για τη ζωή και παράξενο, εξακολουθώ να συνεχίζω να αρχίζω να ζω. Σύντομα θα γίνω πενήντα χρονών και δεν μπορώ με τίποτα να συνειδητοποιήσω αν τελειώνει η ζωή μου, ή μήπως απλά τώρα αρχίζει. Να ποιο είναι το βασικό στοιχείο του χαρακτήρα μου, μπορεί ίσως και της δημιουργίας μου».

 Μόνο κάποιος που λάτρευε τη ζωή μπορούσε να γράψει το Υπόγειο  με αυτόν  τον τρόπο.

 Ο ήρωας του Υπογείου, έχει συνείδηση ότι υπάρχει κάτι καλύτερο, το οποίο όμως είναι αδύνατο να κερδηθεί. Ακριβώς αυτή η συνείδηση για το καλύτερο εκφράζει την άποψη του Ντοστογιέφσκι για την απέραντη γοητεία της ζωής και των ανθρωπίνων σχέσεων και ανοίγει για τον αναγνώστη ένα μικρό φεγγίτη στο υπόγειο, δυνατότητα να εισέρχονται λεπτές φωτεινές αχτίδες επιθυμίας.

Γιατί, σύμφωνα με τον ποιητή…

Λάμπει μέσα μου εκείνο που αγνοώ.

Κι ωστόσο, λάμπει.