Οι στιγμές της αιωνιότητας
Ένας διακεκριμένος ψυχίατρος αναζητεί την υπέρβαση του θανάτου στον έρωτα, εξηγεί γιατί η ελευθερία κρύβεται στις δεσμευτικές συντροφικές σχέσεις, επανανοηματοδοτεί την πατρότητα, ενώ αποτινάσσει τη δικτατορία των πέντε πρώτων χρόνων της ζωής μας.
«Ευχαριστιακός τρόπος ζωής είναι αυτός που δεν μας υπόσχεται απουσία δυσκολιών, κόπου, βασάνων, νόσων, γήρατος, αλλά πως όλα αυτά είναι τελικά αξιοποιήσιμα για την ολοκλήρωσή μας. Ο ευχαριστιακός τρόπος ζωής βιώνει το εδώ και το τώρα, καθώς η κάθε στιγμή περικλείει την αιωνιότητα. Το λουλουδάκι που βγαίνει δίχως να το έχει καλλιεργήσει κανείς και που περικλείει την αφτιασίδωτη ομορφιά. Το παθιασμένο βλέμμα των ερωτευμένων νέων. Το τρυφερό, σίγουρο και ευγνώμον βλέμμα των ηλικιωμένων συντρόφων», σημειώνει, μεταξύ άλλων, στη συνέντευξή του στη «σχεδία» ο ψυχίατρος Δημήτρης Καραγιάννης, επιστημονικός διευθυντής του Ψυχοθεραπευτικού και Εκπαιδευτικού Ινστιτούτου «ΑΝΤΙΣΤΙΞΗ» και διευθυντής του Κέντρου Παιδοψυχικής Υγιεινής. Πώς αντιδιαστέλλεται η ευχαριστιακή βίωση της ζωής από μια ρηχή αισιοδοξία; Πώς ορίζεται η πατρότητα και η θηλυκότητα στις μέρες μας; Γιατί ο έρωτας μπορεί να κατανικήσει το θάνατο; Για ποιο λόγο η ελευθερία βρίσκεται στις σχέσεις δέσμευσης; Αλλάζει, τελικά, ο άνθρωπος και υπό ποιες προϋποθέσεις; Τούτα τα ζητήματα (και όχι μόνο) διερευνά μιλώντας στη «σχεδία» ο κ. Καραγιάννης.
Εισηγείστε την ευχαριστιακή βίωση της ζωής. Πώς αυτή διαφοροποιείται από μία επίπλαστη αισιοδοξία ή τη «θετική σκέψη»;
Η κατάθλιψη τείνει να αποτελεί τη μείζονα μολυσματική νόσο του σύγχρονου κόσμου. Γενιές που αγωνίστηκαν για την επιβίωση και εκτέλεσαν το καθήκον τους έκλεισαν τον κύκλο τους κουρασμένοι και αναρωτούμενοι. Τα παιδιά της γενιάς του καθήκοντος αναζήτησαν τη διασκέδαση ως απάντηση στην γκρίνια και την κούραση. Το ψυχαναγκαστικό καθήκον που δεν γνώριζε τη χαρά γέννησε την καταναλωτική ευχαρίστηση, την αποκομμένη από το μόχθο. Η απουσία καθολικού νοήματος, που να δίνει λόγο στην ύπαρξη, αδέξια επιχειρείται να καλυφθεί με επί μέρους δραστηριότητες απασχολησιοθεραπείας, η απουσία χαράς μέσα στην αδιάκοπη μαζική παροχή ευχαρίστησης, η τραγική μοναξιά της ατομικής απόλαυσης. Η επιταγή του «don’t worry» τείνει να γίνει παγκόσμια επιταγή. Η διασκέδαση, όταν γίνεται αυτοσκοπός, όταν δεν είναι συνδεδεμένη με τη συνολική πορεία της ζωής μας, αλλά αυτονομημένα επιζητεί να υποκαταστήσει την ίδια τη ζωή, ακριβώς σ’ αυτό αποσκοπεί. Να καλύψει τα κενά. Να κρύψει το παράλογο της ύπαρξης. Να καλύψει το φόβο για τον πόνο, την αρρώστια και το θάνατο. Η επιταγή «Μη στενοχωριέσαι» κατά βάθος δεν στοχεύει σ’ αυτόν στον οποίο απευθύνεται, αλλά σε εκείνον που την εκφράζει. Αν το μεταφράσουμε, θα ακούσουμε: «Μη στενοχωριέσαι και φρόντισε να περνάς ευχάριστα, γιατί εγώ δεν αντέχω δυσάρεστες καταστάσεις». Μια ρηχή αισιοδοξία σύμφωνα με την οποία δεν πρέπει να σκεφτόμαστε τα δύσκολα, τα επώδυνα, αλλά μόνο τα ανώδυνα. Πόσοι γνωρίζουν ότι η τελευταία ψυχιατρική κατάταξη της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας κατηγοριοποιεί το πένθος για ένα αγαπημένο πρόσωπο ως κατάθλιψη, που απαιτεί φαρμακευτική αντικαταθλιπτική αγωγή; Αυτή η στάση της «θετικής σκέψης», που καταγράφεται στα διάφορα βιβλία εφαρμοσμένης Ψυχολογίας, βρίσκει ανταπόκριση, καθώς υπόσχεται μια ανέφελη ευτυχία που επιτυγχάνεται δίχως πολλές προϋποθέσεις. Ασκήσεις γιόγκα πλαισιωμένες με κάποιες ανατολικές ρήσεις συναντούν τα κέντρα χαλάρωσης spa και αποτελούν μια προσπάθεια να ξεχαστεί το βασανιστικό ερώτημα της ύπαρξης. Μια απεγνωσμένη προσπάθεια, που ενώ έχει σαν στόχο την αποφυγή της θλίψης, είναι μια βαθύτατα καταθλιπτική στάση. Στις κρίσιμες στιγμές το ηρεμιστικό της θετικής σκέψης και οι αντίστοιχοι τρόποι απόδρασης δεν έχουν αποτέλεσμα και σε αφήνουν απελπιστικά εγκαταλελειμμένο και ανήμπορο. Το να μη λυπάσαι ισοδυναμεί με το να μην αισθάνεσαι. Υποφέρουμε γιατί είμαστε ελεύθεροι. Η άρνηση της αγωνίας της ζωής αντιστοιχεί στην άρνηση του ίδιου του εαυτού. Η αντίθετη κατάσταση προς αυτήν την επιπόλαια στάση του «think positive» είναι η ευχαριστιακή αντίληψη της ζωής, που είναι βασισμένη στη βεβαιότητα ότι ο θάνατος δεν υφίσταται ως οντότητα. Ευχαριστιακός τρόπος ζωής είναι αυτός που δεν μας υπόσχεται απουσία δυσκολιών, κόπου, βασάνων, νόσων, γήρατος, αλλά πως όλα αυτά είναι τελικά αξιοποιήσιμα για την ολοκλήρωσή μας. Ο ευχαριστιακός τρόπος ζωής βιώνει το εδώ και το τώρα, καθώς η κάθε στιγμή περικλείει την αιωνιότητα. Το λουλουδάκι που βγαίνει δίχως να το έχει καλλιεργήσει κανείς και που περικλείει την αφτιασίδωτη ομορφιά. Το παθιασμένο βλέμμα των ερωτευμένων νέων. Το τρυφερό, σίγουρο και ευγνώμον βλέμμα των ηλικιωμένων συντρόφων. Μια μελωδία. Ένας χορός. Μια συγγνώμη. Ένα φροντισμένο παιδί με σύνδρομο Dοwn. Ένας τεχνίτης που έχει μεράκι. Ένας υπάλληλος που σε εξυπηρετεί με ενδιαφέρον.
Θεωρείτε πως οι πραγματικά ελεύθερες σχέσεις είναι αυτές που βασίζονται στη δέσμευση. Δεν ακούγεται κάπως αντιφατικό, σε μια εποχή, μάλιστα, όπου υπάρχει μια δυσκολία στη δέσμευση;
Η δυσκολία στη δέσμευση μοιάζει να αποτελεί συνήθη διάγνωση σε ανθρώπους που ζουν αλλεπάλληλες σεξουαλικές σχέσεις και, όταν έρθει η στιγμή για να επισημοποιηθεί η σχέση, τότε αναζητούν αφορμές για να εξαφανιστούν. Το πρόβλημα των ανθρώπων αυτών δεν έγκειται στη δυσκολία δέσμευσης, αλλά στην αφόρητη και ισοπεδωτική δέσμευση που πολλές φορές έχουν με την πατρική οικογένεια και με το επιβαρυμένο προσωπικό παρελθόν τους. Οι νέοι άνθρωποι που δυσκολεύονται να δεσμευτούν σε συντροφικές σχέσεις δεν είναι οι ελεύθεροι άνθρωποι, αλλά τα δεσμευμένα παιδιά των πατρικών τους οικογενειών. Τους επιτρέπεται το ερωτικό παιχνίδι που θα τους χαλαρώσει, αλλά όχι ο γάμος που θα τους απομακρύνει από το γονιό. Γυναίκες που ανέθρεψαν μόνες τα παιδιά τους στο πλαίσιο μιας προαποφασισμένης μονογονεϊκής οικογένειας, μιας χηρείας, ενός κακοποιητικού διαζυγίου ή μιας ανύπαρκτης συζυγίας ασυνείδητα τείνουν να δυσκολεύονται στην αυτονόμηση των παιδιών τους και στη δημιουργία μιας σοβαρής σχέσης, που θα τα απομάκρυνε από εκείνες. Η παρατεταμένη αναστολή της δέσμευσης στην ερωτική σχέση δεν οδηγεί την ελευθερία, αλλά στην απώλεια της ερωτικής επιθυμίας. Η άρνηση της υπεράσπισης της επιλογής σου είναι η επιλογή της ανέραστης στάσης: «Δεν φεύγω, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι θέλω να παραμείνω». Εκείνος που αποδέχεται μια τέτοια χλιαρή σχέση χάνει και ο ίδιος την ερωτικότητά του και καταλήγει ζητιάνος που εκλιπαρεί. Η τέχνη της αναβολής στη δέσμευση γνωρίζει τον τρόπο να μεταφέρει την προσωπική ανεπάρκεια για ερωτικό πάθος στον άλλο, ο οποίος καταγράφεται ως ανίκανος να γοητεύσει ή «λίγος», που ζητά την εξασφάλιση. Ο φόβος, εξάλλου, για τη δέσμευση, εδραιώνεται σε μια παιδική παντοδύναμη βουλιμική αίσθηση που δεν θέλει να χάσει τίποτα και που θεωρεί ότι μπορεί να τα έχει όλα. Επομένως, αν επιλέξει ένα πρόσωπο για σχέση ζωής, θα απολέσει τη δυνατότητα να σχετιστεί με άλλα. Ανεξαρτήτως από την ευρέως κυκλοφορούσα άποψη ότι κάποιοι φιλελεύθεροι ήσαν αυτοί που αμφισβήτησαν το γάμο ως σημαντική αξία για τη ζωή των ανθρώπων, οι ουσιαστικοί πολέμιοι του γάμου υπήρξαν οι συντηρητικοί άνθρωποι. Συκοφάντησαν το γάμο με τον να τον αποξενώσουν από τη χαρά, την ευφροσύνη και την καθημερινή εορτή που δικαιούται, συν τοις άλλοις, να είναι. Τον ταύτισαν με το καταπιεστικό καθήκον, τη διαρκή εξουθενωτική θυσία και την ισοπεδωμένη καθημερινή ρουτίνα. Παιδιά αυτών των γονιών είναι εκείνα που διακηρύσσουν: «Εγώ δεν παντρεύομαι». Η πλήρης δέσμευση και η αποκλειστικότητα στην ερωτική σχέση, όμως, δεν είναι στέρηση, επιταγή και τιμωρία, αλλά δυνατότητα, ευκαιρία και προνόμιο. Οι σύντροφοι δεν αρκούνται στην ευχάριστη παρέα που διαλύεται «με τις πρώτες σταγόνες βροχής», αλλά διαμορφώνουν μια σχέση «παντός καιρού».
Έχετε επισημάνει πως ο κίνδυνος στην εποχή μας δεν είναι η πανσεξουαλικότητα, αλλά η ασεξουαλικότητα. Για ποιο λόγο και πώς αυτή συνδέεται με την επικράτηση αυτού που αποκαλείτε «απρόσωπο σεξ»;
Καλλιεργείται μία τάση υποτίμησης του έρωτα, ο οποίος ορίζεται με όρους καταναλωτικούς και ως μία απλή σεξουαλική ικανοποίηση. Η άκρατη απρόσωπη σεξουαλικότητα, έχοντας αφαιρέσει τους χυμούς της ερωτικής τρυφερότητας και της ερωτικής έκπληξης, έχει ξεράνει το λουλούδι της ερωτικής σχέσης. Καταντά μια καταναγκαστική διεκπεραίωση μιας εκκρεμότητας που πρέπει να καλυφθεί, με συνέπεια σημαντικό ποσοστό ανθρώπων να παραιτούνται από την αναζήτηση του έρωτα στη ζωή τους. Αξίζει κανείς να αναρωτηθεί για τους ασέξουαλ, τους νέους, δηλαδή, που ενώ έχουν δυνατότητες για πολυάριθμες σεξουαλικές σχέσεις, νιώθουν μια παντελή έλλειψη ερωτικού ενδιαφέροντος. Οι ασέξουαλ είναι οι άνθρωποι που δεν θα μπορούσαν να ζήσουν τρεις μήνες δίχως σύνδεση ίντερνετ ή το τάμπλετ τους, ενώ δεν δυσκολεύονται να ζήσουν τρία χρόνια δίχως ερωτική σχέση. Η στάση αυτή που φανερώνει μια απάθεια, δηλαδή μια έλλειψη πάθους για τον έρωτα, είναι αποτέλεσμα της υπερπροσφοράς διαθέσιμων σεξουαλικών ερεθισμάτων που δημιουργούν μια σύγχυση για την ίδια τη φύση του έρωτα. Η ερωτική σχέση καταγράφεται ως απειλή για την ατομικότητα, που απαιτεί μια υπερπροσπάθεια προκειμένου να μην απορροφηθεί ο ένας από τον άλλον. Επομένως, η διάσωση της ατομικότητας επιτάσσει την αποφυγή της κοντινής προσωπικής σχέσης και την προσφυγή στο ευκαιριακό σεξ. Ένας 30χρονος άνδρας μού έλεγε: «Οι γυναίκες μού είναι ελκυστικές, αλλά έχω μάθει να ζω δίχως τον έρωτα. Οι συναισθηματικές σχέσεις μού φαίνονται πολύ περίπλοκη υπόθεση». Η ασφυκτική πίεση για επαγγελματική καταξίωση, όπου προτεραιότητα έχει η καριέρα, δεν επιτρέπει την ύπαρξη ανταγωνιστών που θα απαιτούν χρόνο και ενέργεια. Από την άλλη, η εύκολη και άμεση ικανοποίηση είτε με τη μορφή περιστασιακού σεξ, είτε με το τεχνολογικό online πορνό και την εικονική πραγματικότητα, αναζητά και αυτή τους πελάτες για να τους προσφέρει τη σεξουαλική ανακούφιση. Οι υποσχέσεις, όμως, για ευχαρίστηση φαίνεται ότι δεν τηρούνται. Τα αποτελέσματα εκτεταμένης έρευνας μεταξύ φοιτητών αμερικανικών πανεπιστημίων δείχνουν ότι το περιστασιακό σεξ δεν απέφερε ευεξία, ενώ σχετιζόταν με τη δημιουργία δυσφορίας, κατάθλιψης και άγχους.
Πώς μπορεί, αλήθεια, ο έρωτας να αποτελεί μια προσωπική επιλογή που υπερβαίνει το θάνατο, όπως υποστηρίζετε;
Υφίστανται δύο αντιδιαμετρικές στάσεις στο πώς ο έρωτας συναντά την επίγνωση της θνητότητας. Η πρώτη παγώνει εμπρός στην πραγματικότητα του θανάτου και αντιδρά με τον νευρωσικό μηχανισμό της άρνησης. Το σεξ συγκαλύπτει προσωρινά το φόβο για το θάνατο. Από τη συνειδητοποίηση του οριστικού τέλους που δεν υπάρχει κανένας τρόπος να το αποφύγεις, δημιουργείται τρόμος. Η σεξουαλικότητα είναι ο πιο άμεσος τρόπος να συγκαλυφθεί η απόγνωση εμπρός στο θάνατο. Στις κοινωνίες που επιτρέπουν την άνετη αναφορά στο θάνατο, οι αναφορές στο σεξ αποτελούν ταμπού και διέπονται από τις αντίστοιχες απαγορεύσεις. Στις κοινωνίες, όμως, όπου οι σεξουαλικές αναφορές περισσεύουν, όπως στις σύγχρονες δυτικές, οι αναφορές στο θάνατο περιορίζονται δραματικά και ωραιοποιούνται. Η καταιγιστική αναφορά στο σεξ εξυπηρετεί μια επιφανειακή συγκάλυψη όλων των δυσχερειών της ζωής. Το αυτονομημένο σεξ στις μέρες μας είναι πολύ διαδεδομένο ηρεμιστικό και προσφέρεται σε μεγάλες δόσεις για να συγκαλύψει τις πραγματικές δυσκολίες των ανθρώπων. Η χρησιμοποίηση του σεξ ως ηρεμιστικού αφορά κυρίως τις δύο ακραίες οικονομικά τάξεις, τους πένητες που νιώθουν τη ζωή τους ισοπεδωμένη και αναζητούν απεγνωσμένα κάποια ευχαρίστηση, έστω και στιγμιαία, για να ξεφύγουν από τα προβλήματα της ανέχειας, και τους επιχειρηματίες εκείνους που η καταναγκαστική συλλογή του αυτονομημένου κέρδους γίνεται ένας υπεραγχώδης ψυχαναγκασμός που απαιτεί την αναγκαία χαλάρωση. Το σεξ, όμως, που δεν αναγνωρίζει το πρόσωπο του άλλου, στο πλαίσιο μιας απελπισμένης ατομικής απόδρασης, έχει τη γεύση θανάτου. Τραγικά επώδυνη είναι και η στάση κάποιων ηλικιωμένων που στον πανικό τους εμπρός στο θάνατο προσπαθούν να κρυφτούν με το να νεανίζουν. Η δεύτερη στάση εμπρός στη βεβαιότητα του θανάτου είναι μια γενναία συνειδητοποίηση της σκληρής παρουσίας του και η συγκλονιστική ταπείνωση που επιφέρει. Είναι η αναζήτηση της αγάπης που απαντά στην ατομική θνητότητα, που εξαφανίζει την ισοπεδωτική ματαιότητα που εκπηγάζει από το τέλος της ύπαρξης. Το ηλικιωμένο ζευγάρι που επιμένει να ζει τον έρωτά του και παρά το χρόνο δεν παραιτείται από την έκφραση της τρυφερότητάς του, επιμένει να μη χάνει ούτε ένα δευτερόλεπτο της ζωής του, όχι για αποφυγή του γεγονότος του θανάτου, αλλά γιατί έχει μια υπερβατική, αναστάσιμη, ερωτική στάση που τον κατατροπώνει.
Σημειώνετε ότι η σύγχρονη εποχή επιτρέπει την επανατοποθέτηση του θέματος της πατρότητας. Με ποιον τρόπο;
Το θέμα της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας στο παρελθόν ήταν τακτοποιημένο με άκαμπτους όρους, όπου τα συναισθήματα επιτρέπονταν στις γυναίκες, αλλά όχι στους άνδρες και η λογική καταγραφόταν σαν να είναι αποκλειστικό δικαίωμα των ανδρών. Σήμερα, ο σύγχρονος άνδρας έχει κατακτήσει το δικαίωμα να έχει προσωπική σχέση με τα παιδιά και να χαίρεται την απαιτητική ιδιότητα της πατρότητας, κάτι που γενιές ανδρών την είχαν στερηθεί. Τα παιδιά είχαν συναισθηματική σχέση μόνο με τη μητέρα τους, ενώ ο πατέρας επενέβαινε μόνο σε έκτακτες καταστάσεις, όπως σε σοβαρές ασθένειες ή εκεί που η μητέρα τον καλούσε για να επιβάλει την τάξη. Η ιδιότητα της πατρότητας παρέχεται και αναδεικνύεται από τη μητέρα. Μια γυναίκα που είναι ικανοποιημένη από τον άνδρα της θα τον αναδείξει ως πατρική φιγούρα στα παιδιά της, ενώ μια γυναίκα που βρίσκεται σε σύγκρουση με τον άνδρα της ή με τον πατέρα των παιδιών της θα σταθεί εμπόδιο στη σχέση και θα την υπονομεύσει. Είναι ξεκάθαρο ότι μια ικανοποιητική συντροφική σχέση είναι η βάση για την ύπαρξη μιας λειτουργικής σχέσης παιδιών με πατέρα. Παιδιά δυσλειτουργικών συντροφικών σχέσεων, ταυτιζόμενα με τη μητέρα, αρνούνται τη συναισθηματική σχέση με τον πατέρα, τον οποίο απορρίπτουν, με τις αντίστοιχες συνέπειες στην ψυχοσυναισθηματική τους εξέλιξη και στη σεξουαλική τους ταυτότητα. Ο πατέρας δεν οφείλει να διαπαιδαγωγήσει τα παιδιά όπως θα υποδείξει η μητέρα. Είναι ελεύθερος να σχετισθεί με τα παιδιά του με ζωντάνια και ρίσκο. Ο άνδρας που ακολουθεί πιστά το χαρτάκι στο σουπερμάρκετ χάνει την ερωτικότητά του, όπως και ο πατέρας που γίνεται «μπα-μάς». Έχει αντιστρέψει τους ρόλους και συναγωνίζεται τη μητέρα. Απογοητευμένος από τη δική του πορεία, προσπαθεί να αντλήσει από τα παιδιά του κάποια ικανοποίηση. Η πατρότητα που αναζητά τον τρόπο της να υπάρχει και να το απολαμβάνει, όχι μόνο δεν αφαιρεί την αρρενωπότητα, αλλά μπορεί να συμβάλει στην ανανέωση της ερωτικότητας του ζευγαριού.
Από την άλλη, γιατί η θηλυκότητα τονίζετε πως είναι συνυφασμένη με τη δυνατότητα πρόσληψης του άλλου;
Η θηλυκότητα είναι ταυτισμένη με τη δυνατότητα πρόσληψης, αλλά συνυφασμένη με την ελευθερία. Δεν προσλαμβάνει μοιραία ό,τι της επιβάλλεται. Δεν είναι ένα κενό στο οποίο μπορεί να εισέλθει όποιος θελήσει, όποτε το θελήσει. Αυτό δεν είναι μια άμυνα ενάντια στον άνδρα, αλλά μια προϋπόθεση ώστε να έχει παρούσα τη γυναίκα. Η θηλυκότητα χαρακτηρίζεται από τη δυνατότητα της πρόσληψης εν ελευθερία, αλλά δεν περιορίζεται εκεί. Είναι και η μεταμόρφωση του προσλαμβανόμενου, η μεταμόρφωση ενός κυττάρου σε ζωή. Γυναίκες παραδοσιακές που έπρεπε να υπηρετούν μέσα σε σκληρές συνθήκες την επιβίωση έβρισκαν τον τρόπο να διασώζουν τη δημιουργική θηλυκότητα, αξιοποιώντας το μεράκι τους και ομορφαίνοντας το αναγκαίο. Να ράβουν το αναγκαίο ρούχο, αλλά να κεντούν και τη δαντέλα. Γυναίκες μεγάλης ηλικίας που δεν παντρεύτηκαν και που δεν είχαν καμιά σεξουαλική σχέση είναι δυνατόν να έχουν μια θηλυκότητα που η ομορφιά της με έναν μυστικό τρόπο έχει συμβάλει στη διάσωση της γνήσιας ερωτικής επιθυμίας. Είναι αυτές που δεν βίωσαν τη στέρηση, αλλά μετουσίωσαν τον έρωτα σε άλλες μορφές ολοκληρωτικής προσφοράς και περιβάλλουν τρυφερά τα νέα ερωτικά ζευγάρια και εύχονται για τη διάσωση του έρωτα. Η αυθεντική θηλυκότητα βρίσκει τρόπους να γεννήσει ζωή, ακόμη και αν δεν γεννήσει ποτέ. Είναι η μήτρα της ζωής. Τη δημιουργία που δεν αφορά μόνο τη γέννηση ενός παιδιού, αλλά την ανάδειξη της ζωής. Μία καταστροφή της θηλυκότητας, όμως, συντελείται, για παράδειγμα, στους οργανισμούς εκείνους που κυριαρχεί ο ανταγωνισμός για την κατάληψη θέσεων εργασίας. Οι γυναίκες, στο πλαίσιο της καριέρας, θυσιάζουν την προσωπική τους ευαισθησία, την προσωπική τους ζωή. Εξωτερικά, μπορεί να είναι κομψές και επιθυμητές, αλλά οι εσωτερικοί χυμοί τους έχουν στερέψει. Η θηλυκότητα έχει παύσει να είναι εσωτερική ποιότητα και έχει μετατραπεί σε όπλο επίτευξης αλλότριων στόχων. Βαθύτατα πονεμένες στη διαδικασία ανέλιξής τους, έχουν απαρνηθεί τον ίδιο τους τον εαυτό, δεν μπορούν να προσφέρουν, δεν μπορούν να δεχθούν. Γνωρίζουν μόνο να απαιτούν και να διεκδικούν.
Ερμηνεύετε τη διαταραχή πανικού ως μία σύγκρουση της επιθυμίας με την ευθύνη. Πώς αυτή εκδηλώνεται;
Όταν η επιθυμία για αλλαγή σε κρίσιμες αποφάσεις ζωής έρχεται σε σύγκρουση με την ευθύνη, τότε η μη κατανόηση και επεξεργασία της ψυχικής σύγκρουσης παράγει αυτό το τσουνάμι άγχους, που κατακλύζει την ύπαρξη και την ακινητοποιεί. Διαταραχή πανικού παθαίνουν οι άνθρωποι που παλεύουν στα τεράστια κύματα των επιθυμιών που τους κατακλύζουν, αλλά και στην ευθύνη τους να μην παραδοθούν άκριτα σε αυτές. Οι επιθυμίες τους είναι ενοχοποιημένες. Οι επιθυμίες τους ήταν για μεγάλο διάστημα της ζωής τους ανεσταλμένες. Οι οικογένειες καταγωγής τους ήταν κλειστά συστήματα που το άνοιγμα καταγραφόταν σαν καταστροφή. Που οι εντάσεις και οι συγκρούσεις ήταν τόσο έντονες, ώστε δεν επέτρεπαν την έκφραση επιθυμίας του παιδιού, δίχως αυτό να προξενήσει αλυσιδωτές διαμάχες των γονιών. Αντίστοιχο συναίσθημα έχει και ως ενήλικος, όταν νιώθει ότι βρίσκεται σε εγκλωβιστικές καταστάσεις, από τις οποίες θέλει να ξεφύγει, αλλά δεν γνωρίζει τον τρόπο. Μια νέα γυναίκα ένιωθε εγκλωβισμένη στη μακροχρόνια σχέση της με έναν άνδρα που ήταν «καλό παιδί», αλλά που αρκείτο στα λίγα. Γυρνώντας από τη δουλειά του ήταν εξαντλημένος και το μόνο που ζητούσε ήταν να χαλαρώσει και μετά να κοιμηθεί. Απέφευγε την ερωτική κοντινότητα και, όταν βρισκόντουσαν, τα πράγματα ήταν διεκπεραιωτικά. Την ίδια εποχή, ένας συνάδελφός της στην εργασία την φλέρταρε έντονα και την προσκαλούσε σε πολιτιστικές εκδηλώσεις που την ενδιέφεραν. Στην αρχή ανταποκρίθηκε σχετικά αθώα, αλλά στη συνέχεια ένιωθε ότι το κίνητρό της δεν ήταν μόνο τα πολιτιστικά, αλλά η επικοινωνία τους. Εκείνο τον καιρό είχε και το πρώτο επεισόδιο διαταραχής πανικού. Τέτοια επεισόδια πανικού αποτελούν συχνά αφορμή για να υπάρξουν σημαντικές αλλαγές στη ζωή άξιων ανθρώπων, που δεν ησυχάζουν με ένα ηρεμιστικό ή μια άσκηση χαλάρωσης. Είναι πραγματικά τραγική η απώλεια της ευκαιρίας να κατανοήσουν τον εαυτό τους και να αναρωτηθούν για το νόημα ζωής που καλούνται να κατακτήσουν, όταν θα καταφύγουν –και δυστυχώς άκριτα θα τους παρασχεθούν– αποκλειστικά φαρμακευτικά σκευάσματα ή επιφανειακά κόλπα, τεχνικές που πιθανόν να τους ανακουφίσουν μερικώς και προσωρινά από το σύμπτωμα.
Υπογραμμίζετε πως «διαπράττει εκπόρνευση» ο εργαζόμενος που δουλεύει μόνο για τα χρήματα. Δεν υπάρχει μια σχάση στις μέρες μας ανάμεσα στην επαγγελματική και την προσωπική ζωή, από την οποία και αναμένουμε να αντλήσουμε ικανοποίηση;
Η υπάλληλος σε ένα κατάστημα υποδημάτων που διακατέχεται από το συναίσθημα ότι ο χρόνος της εργασίας πρέπει να αφαιρείται από το χρόνο της ζωής θα βαρυγκωμά κάθε φορά που θα πρέπει να επιδείξει ένα ζευγάρι παπουτσιών. Η ίδια μετά από μερικά χρόνια θα έχει ισοπεδωθεί και θα μιλά με τρόπο απαξιωτικό όχι μόνο πια για τη δουλειά της, αλλά και για τη ζωή της και για τον εαυτό της. Μια άλλη υπάλληλος, όμως, που έχει αποφασίσει να ζει ουσιαστικά όλες τις ώρες της ημέρας της δεν θα είναι η απρόσωπη υπάλληλος που ταλαιπωρείται από την ανία, καθώς ανοίγει και κλείνει κουτιά με παπούτσια. Θα αναζητεί την προσωπική σχέση με τον πελάτη και θα κατακτά ουσιαστική επαφή μαζί του. Ο γιατρός που αποζητάει μόνο το φακελάκι έχει παραιτηθεί από την απόλαυση να χαίρεται την επαφή με τον ασθενή. Έχει αρνηθεί να βιώσει τα υπαρξιακά ερωτήματα που θέτει η αρρώστια. Αντίστοιχα, ένα στέλεχος μια πολυεθνικής εταιρείας δεν μπορεί να έχει άλλη σκέψη από το να αυξήσει κάποιους αριθμούς και να μειώσει κάποιους άλλους. Όταν δεν υφίσταται άμεση ικανοποίηση από το αντικείμενο της εργασίας, τα μπόνους οικονομικά ή μη, καταλαμβάνουν το κενό. Η πιο σκληρή κατάσταση αφορά αυτούς που αποδεικνύονται σημαντικοί για την εταιρεία και ανεβαίνουν στην ιεραρχία, αλλά στις λίγες προσωπικές τους στιγμές αναρωτιούνται επώδυνα για την αίσθηση κενού στην προσωπική τους ζωή και την έλλειψη νοήματος. Είναι αλήθεια ότι η στάση απέναντι στην εργασία, τελικά, συμπαρασύρει και τη στάση απέναντι σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Δεν είναι δυνατόν ένας επαγγελματίας να σκέφτεται ακραία ανταγωνιστικά στην εργασία του και να είναι συνεργατικός με τη σύντροφό του. Δεν είναι δυνατόν ένας επαγγελματίας να στέκεται αδίστακτος στις επαγγελματικές του σχέσεις και να μη μεταφέρει τη στάση αυτή στις σχέσεις με τα παιδιά του. Στο πλαίσιο της φροντίδας ενός παιδιού που παρουσίαζε κάποια προβλήματα συμπεριφοράς, απαιτήθηκε η επίσκεψη στο σχολείο και η συνεργασία με τον διευθυντή. Με βαριεστημένο ύφος είπε με έκπληξη: «Είναι δυνατόν να φαντάζεστε ότι με τα χρήματα που μου δίνει το κράτος θα ασχοληθώ με τα προβλήματα του κάθε παιδιού;». Το σχόλιο: «Το κράτος σάς στερεί από την υλική ανταμοιβή του κόπου σας, αλλά εσείς θα στερείτε τον εαυτό σας από την ικανοποίηση που θα κερδίζατε αν φροντίζατε τα παιδιά», δεν έδειξε να τον αγγίζει. Φαίνεται ότι πολλές φορές η εστίαση σε μια πραγματική ή επίπλαστη αδικία λειτουργεί ως άλλοθι για την προαποφασισμένη παραίτηση από την ανάληψη των ευθυνών στη ζωή. Η γενίκευση, εξάλλου, των σκανδάλων που αναφύονται στην κοινωνική, πολιτική και οικονομική ζωή αυτό εξυπηρετεί. Τη συγκάλυψη της προσωπικής ισοπέδωσης, της προσωπικής παραίτησης, του προσωπικού βολέματος, των προσωπικών ατασθαλιών.
Είναι διαδεδομένη η αντίληψη ότι ο άνθρωπος διαμορφώνεται τα πρώτα χρόνια της ζωής του, είναι άθυρμα των παιδικών του τραυμάτων και εμπειριών και από εκεί και πέρα παραμένει αμετάβλητος. Κατά πόσον ισχύει κάτι τέτοιο;
Υπήρχε αυτή η δικτατορία των πέντε πρώτων χρόνων της ζωής, ότι καθορίζεται όλη η προσωπικότητα σε αυτά τα χρόνια και μετά ακολουθούμε. Αυτό έχει μια αλήθεια, γιατί στοιχεία που είναι καθοριστικά για τη δημιουργία του χαρακτήρα μας, όπως το αν θα είμαστε εξωστρεφείς ή εσωστρεφείς, αν έχουμε ευνοηθεί στο να έχουμε κοινωνικές δεξιότητες επηρεάζεται πολύ από αυτή τη σχέση των πρώτων χρόνων της ζωής μας. Δεν είναι τα δοσμένα, όμως, που καθορίζουν την ταυτότητά μου, όσο τα αποκτημένα μου. Δεν είναι η ταυτότητά μου το ξεκίνημα της ζωής μου, όσο αυτό που έγινα με συνειδητές αλλαγές μέσα στο χρόνο. Τα ουσιαστικά στοιχεία της ζωής είναι το πώς πορευόμαστε και τι νόημα δίνουμε σε αυτήν, κάτι το οποίο δεν κλείνει ούτε στα πέντε χρόνια της ζωής, ούτε στα 18, ούτε στα 30. Βλέπουμε ανθρώπους που τους έρχεται μία διάγνωση καρκίνου και, ξαφνικά, αναρωτιούνται για το σύνολο της ζωής τους και παίρνουν αποφάσεις για συνταρακτικές αλλαγές όχι λόγω του φόβου του θανάτου, αλλά θέλοντας η ζωή τους να έχει νόημα. Η κατανόηση του ενήλικου εγκεφάλου ως ενός στατικού οργάνου που αναπτύσσεται προκαθορισμένα έως κάποια ηλικία και στη συνέχεια υπόκειται στη φθορά κυριαρχούσε μέχρι πολύ πρόσφατα. Σήμερα, είναι πλέον και εργαστηριακά επιβεβαιωμένο ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος επηρεάζεται και διαμορφώνεται από τις εμπειρίες ζωής που του προκύπτουν ή από τις εμπειρίες ζωής που ο ίδιος επιλέγει να βιώσει. Δηλαδή, ο ίδιος ο άνθρωπος μπορεί σε συνειδητό επίπεδο να αποφασίζει να αλλάξει τον τρόπο που έχει διαμορφώσει την προσωπικότητα, τις συμπεριφορές και τις δεξιότητές του, επιβεβαιώνοντας τη συστημική και υπαρξιακή θεώρηση στην ψυχοθεραπεία, καθώς καταγράφεται και βιολογικά η δυνατότητα να μην είμαστε ο δοσμένος εαυτός μας, αλλά ο εαυτός που επιλέγουμε να είμαστε.
Γιατί οι ενοχές, αλλά ούτε και η κατάκριση δεν μπορούν να αποτελέσουν εφαλτήριο αλλαγής ενός ανθρώπου;
Οι αλλαγές είναι προσωπικές αποφάσεις ζωής που τις κάνουμε για εμάς και ποτέ κατόπιν απαίτησης, υπόδειξης ή παράκλησης των άλλων. Οι συμβουλές ή οι επιπλήξεις μοιάζουν λογικά ακαταμάχητες. Αλλά δεν έχουν καμιά αποτελεσματικότητα, αφού δεν αναζητούν τις εσωτερικές ανείπωτες αιτίες που ευθύνονται για τις αρνητικές συμπεριφορές που δεν μπορούμε να εγκαταλείψουμε. Αντίστοιχα και στον φοιτητή που ήταν άριστος αλλά έχει κολλήσει στα τρία μαθήματα πριν το τέλος των σπουδών του, οι προτροπές ότι «πρέπει να διαβάσει» θα έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα, γιατί θα του αυξάνουν τις ενοχές και θα τον οδηγούν σε περαιτέρω απόσυρση. Θα αναζητά τους λόγους που δεν διαβάζει και δεν θα τολμά να συνειδητοποιήσει τους λόγους που τον κάνουν να μη θέλει να τελειώσει τις σπουδές. Επειδή θα πρέπει να αλλάξει τόπο κατοικίας. Επειδή δεν του είναι πρόβλημα το διάβασμα, αλλά η συνέχεια της ζωής του, εφόσον τελειώσει τις σπουδές του. Η απαίτηση για αλλαγή του άλλου που γίνεται στο πλαίσιο της χειραγώγησής του, καταγράφει τον άλλον ως αντικείμενο και όχι ως πρόσωπο που έχει τη δική του ελευθερία. Στην κατάκριση, την ίδια ώρα που κρίνεις τον άλλον για την αστοχία του και απαιτείς την αλλαγή του, την ίδια ώρα αποτιμάς τον εαυτό σου ως τέλειο και αρνείσαι την όποια δική σου αλλαγή. Στην πραγματικότητα, κατακρίνεις αυτό που ασυνείδητα επιθυμείς. Επομένως, η εύκολη κατάκριση είναι ένας ασυνείδητος φθόνος. Γι’ αυτό και συνυπάρχει με ένταση. Ο λιθοβολισμός που, υποτίθεται, θέλει να επιβάλει την ηθική, αυτό ακριβώς υποκρύπτει. Τον ένοχο πόθο γι’ αυτήν που λιθοβολείται. Είναι το αγαπητικό βλέμμα που εμπνέει την αλλαγή, που αναδεικνύει, που θεραπεύει. Είναι το βλέμμα της εμπιστοσύνης που γνωρίζει τις αδυναμίες και τις ανεπάρκειες, αλλά επιμένει στις δυνάμεις και τις ικανότητες. Μία εκπαιδευτική ομάδα έκανε έρευνα σε μαθητές γυμνασίου που είχαν σημαντική διαφοροποίηση των βαθμών τους από το ένα έτος στο άλλο. Ένα περιστατικό τούς έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Ένας μαθητής που στη Β’ Γυμνασίου είχε βαθμό 11,5, στη Γ΄ Γυμνασίου έφτασε στο 17,5. Η ιστορία περιέκλειε μια ανατροπή. Τον καιρό εκείνο είχαν παρατηρηθεί φαινόμενα κλοπών. Μια εμπνευσμένη καθηγήτρια αποφάσισε να ερευνήσει την υπόθεση. Παρατήρησε ότι ο συγκεκριμένος μαθητής έμενε μέσα στην ώρα των διαλειμμάτων και τον είδε να κλέβει χρήματα και αντικείμενα από τους συμμαθητές του που ήταν στο προαύλιο. Τότε τον προσέγγισε αμέσως και του είπε: «Ξέρουμε και οι δύο μας τι έκανες. Εγώ θα το ξεχάσω, εσύ όχι. Φρόντισε να το βγάλεις σε καλό». Η επόμενη χρονιά τον βρήκε όχι μόνο να μην ξεχνάει την αστοχία του, αλλά να την αξιοποιεί και να προσφέρει την υπέρβαση ως αντίδωρο στην καθηγήτρια για το αγαπητικό της βλέμμα, που τον περιέβαλε στο λάθος του