ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ

Παιδοψυχίατρος — Υπαρξιακός Συστημικός Ψυχοθεραπευτής, Διδάκτωρ του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου

Ομιλία του Δ. Καραγιάννη από την Ημερίδα “Ασκώντας Διοίκηση στο Δημόσιο και στις Επιχειρήσεις” υπό την αιγίδα της Α.Ε. του Προέδρου της Δημοκρατίας κυρίου Π.Παυλόπουλου στο Αμφιθέατρο Μουσείου Μπενάκη την 28η Μαρτίου 2019

“Χαίρεστε μέσα στην καθημερινότητά σας; Είμαι 32 χρόνια διευθυντής στο δημόσιο τομέα και —μεταξύ μας— έχει χρειαστεί πάρα πολλές φορές να απολογηθώ γιατί παρέμεινα διευθυντής και στην προηγούμενη κομματική κατάσταση. Η κάθε καινούργια κατάσταση έπρεπε να με βλέπει «ύποπτα», γιατί παρέμεινα και αφού άλλαξαν κι αυτό δεν συνέβαινε μόνο με αλλαγές Κυβερνήσεων, αλλά και με αλλαγές υπουργών και διοικητών. Σαν να ήταν κάτι ύποπτο το ότι είσαι σε αυτή τη θέση. Και τι θέση ήταν; Γιατρός είμαι.

Καταλαβαίνετε ότι θα μπορούσα να μιλήσω για πολλά από αυτά τα θέματα της καθημερινότητάς μου στο δημόσιο τομέα όπως και στον ιδιωτικό τομέα. Σας λέω ότι πραγματικά αν η ποιότητα που είχα μέσα στο δημόσιο τομέα, δεν θα ήταν η ίδια που έχω στον προσωπικό μου τομέα, τότε στον ιδιωτικό τομέα θα ήμουν πολύ κάτω. Έπρεπε να μπω με προσωπικό τρόπο που να υποστηρίζω αυτό που γίνεται μέσα στην καθημερινότητά μου στο δημόσιο τομέα και αυτό μου επέτρεπε αντίστοιχα να είμαι αξιόπιστος και αλλού.

Αλλά επειδή σας έλεγα αν χαίρεστε μέσα στην καθημερινότητα, πολλές φορές ξέρουν πια οι συνάδελφοι όταν τους συναντάω στο ασανσέρ τους ρωτάω «Λοιπόν; Τι χάρηκες σήμερα;», οι πρώτες απαντήσεις που μου λένε, το συνηθισμένο είναι «ξέρετε, είδα τόσους ανθρώπους, έφτιαξα τόσους φακέλους, έκανα τέτοιες ενέργειες…» τους λέω «δεν σε ρώτησα τι έκανες, ποια ήταν η δουλειά σου, αλλά αν χάρηκες κάτι; Ήταν συναρπαστικό κάτι μέσα στη ζωή σου σήμερα;» «Μα κ. Καραγιάννη είναι 9 η ώρα το πρωί πώς να έχω χαρεί;».

Αυτό είναι που έχουμε να αναρωτηθούμε και να δούμε τι γίνεται στη ζωή μας. Γιατί κάποιες στιγμές καθώς άκουγα εδώ ορισμένες υποβόσκουσες ανοιχτές αντιπαραθέσεις, ερωτήματα, κρίσεις μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου, σκεφτόμουν ότι ένιωθα πολύ οικεία. Και με βοήθησαν πάρα πολύ αυτά που άκουγα κι άλλαξα μάλιστα κάποια από αυτά που ήταν προετοιμασμένα για να πω.

Ένιωθα πολύ οικεία γιατί μου θύμιζαν ζευγάρια μπροστά στο γραφείο μου που έρχονται και μαλώνουν και αρχίζουν να λένε ο ένας κατηγόριες για τον άλλον. Συνήθως εγώ, που είμαι ο απ’ έξω, βλέπω ότι λένε αλήθειες και οι δύο, μόνο που κανείς δεν ακούει. Γιατί την ώρα που του λέει κάτι ο ένας, ο άλλος επίσης κάτι λέει και επομένως αυτό που κινδυνεύει να γίνει, είναι να ακυρωθεί ό,τι γίνεται.

Αυτό που σκεφτόμουν με αφορμή αυτό, είναι ότι εάν υπάρχουν τα χειρότερα προβλήματα σε ένα ζευγάρι, αλλά υπάρχει η δέσμευση ότι είναι μαζί, ότι μαζί θα πορευτούν, τότε τα μεγαλύτερα προβλήματα μπορούν να λυθούν.

Αντίθετα, όταν υπάρχει η απουσία της δέσμευσης, η απουσία της εμπιστοσύνης ότι είναι μαζί και ότι θέλουν να είναι μαζί, τότε το πιο μικρό πρόβλημα εισάγει διαλυτικά στοιχεία.

Ένα δεύτερο στοιχείο από την προηγούμενη θεωρία αναφέρεται στις κρίσεις, στα ναυάγια και τις κότες. Αυτό που σκεφτόμουν είναι ότι περιμένουμε κάποιες φορές να γίνει κρίση το πρόβλημα για να αρχίσουμε να το σκεφτόμαστε;

Εάν πάλι έχουμε μάθει να είμαστε στον γνώριμο δεσμευμένο τρόπο μας, ακόμη και η κρίση μπορεί να αξιοποιηθεί; Δηλαδή, όταν έχουμε μάθει να υπερασπιζόμαστε μόνο το δίκιο μας, να υπερασπιζόμαστε δηλαδή μόνο τον τρόπο που ξέρουμε, αν έχουμε μάθει στην ακαμψία μας και στην κατηγόρια του άλλου, ότι πάντα ο άλλος φταίει, τότε θα μπορέσουμε να δούμε, άραγε, κάτι ώστε να το αξιοποιήσουμε και όταν δεν πάνε καλά τα πράγματα; Φοβάμαι πως όχι.

Δηλαδή, εάν κάτι πολύ κακό συμβαίνει σε δυο γονείς, τότε και το παιδί τους θα έχει πρόβλημα. Εάν δεν έχουν από πριν συμφωνήσει με ποιόν τρόπο θα σχετίζονται, τότε το πρόβλημα του παιδιού γίνεται ένα καινούργιο πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ των γονιών. Δεν ξέρω πώς λειτουργεί το να μπορούν οι βουλευτές να φάνε κοτόπουλο, αλλά μήπως έχει καταργηθεί το κοινό φαγητό στα ζευγάρια, στις οικογένειες; Μήπως έχει χαθεί ο πολύτιμος χρόνος για να μπορούν να μοιραστούν πράγματα που δεν είναι μόνο αρνητικά;

Και εκεί είναι που αναρωτιέμαι: Εάν δεν μπορούν να μοιραστούν πράγματα, αν δεν υπάρχει ο κοινός τόπος από πριν, τότε, πως μπορεί να αποφύγουν, στη δύσκολη στιγμή, να πυροδοτηθούν ακόμη χειρότερες καταστάσεις;

Τι γίνεται με την αλλαγή στους ανθρώπους; Αν σε τέτοια Συνέδρια ρωτήσει κανείς «Αλλάζουν οι επιχειρήσεις;», τότε μπορεί να υπάρχει 1% που να πει ότι δεν αλλάζουν; Ποιες εταιρείες δεν αλλάζουν; οι κλειστές, αυτές που πεθαίνουν.

Μπορούμε να πούμε ότι δεν θέλουμε το δημόσιο να αλλάξει; Πόσοι θα πούμε ότι δεν θέλουμε αλλαγές στο δημόσιο; Μηδέν. Αν όμως ρωτήσουμε «αλλάζει ο άνθρωπος;» τότε όλοι θα πούμε ναι. Ή για να θυμηθούμε τα διάφορα γνωμικά που είχαμε από το παρελθόν από την παράδοσή μας «Ο λύκος κι αν…», «τον έγχρωμο κι αν τον πλένεις.. ..» (δεν το λένε ακριβώς έγχρωμο.. .), «πρώτα βγαίνει το.. .και μετά.. .».

Άρα, την ίδια ώρα που μιλάμε για αλλαγές και τις θεωρούμε αυτονόητες, βλέπουμε ότι η κοινωνία μας αλλάζει με τρομακτικούς ρυθμούς. Μάλιστα, αναρωτιόμαστε, συχνά, για τον ρυθμό με τον οποίο αλλάζουν τα πράγματα. Αυτός είναι πολύ ταχύς, σε βαθμό που δεν μπορούμε να τον συμπεριλάβουμε στο πρόβλημα.

Πως μπαίνουμε να τα ακολουθήσουμε αυτά αν έχουμε την άποψη ότι οι άνθρωποι δεν αλλάζουν; Και αν θέλουμε να το δούμε αυτό και να το σκεφτούμε τι είναι που έχει κάνει το λαό μας, που πάντοτε μιλάμε ότι είναι σοφός, να λέει τέτοια πράγματα;

Αυτό που έχουμε να δούμε είναι ότι τα κλειστά συστήματα όντως δεν αλλάζουν, τα κλειστά συστήματα απαγορεύουν τις αλλαγές. Αν ήμασταν σε ένα χωριό κλεισμένο, που τα ερεθίσματα από τον εξωτερικό κόσμο δεν υπήρχαν, που οι ρόλοι πια δεν αφορούσαν μόνο τις οικογένειες όπως αφορούν σήμερα, αλλά αφορούσαν και τα μέλη της ευρύτερης κοινότητας, εάν δηλαδή τα προϊόντα και οι παραγωγές και οτιδήποτε ήταν το ίδιο με τις γενιές, άρα αυτό που ήξερε κανείς ο πιο μεγάλος, ο ηλικιωμένος, ο παππούς της κοινωνίας, ήξερε στοιχεία και έδινε στοιχεία τα οποία πρέπει να λειτουργήσουν με τον ίδιο τρόπο για να είναι λειτουργικά.

Αν υπάρχουν κλειστά συστήματα τότε οι άνθρωποι αποφαίνονται ότι δεν αλλάζουν. Το ίδιο πράγμα βέβαια μπορεί να γίνει μέσα σε μια οικογένεια. Ο καθένας μας γεννιέται με κάποιους ρόλους και αυτό κινδυνεύει να τον καθορίζει πάντοτε. Σε μια κρίση, τα παιδιά μιας οικογένειας έχουν μάθει να είναι σε κάποιους ρόλους.

Σκεφτείτε τον εαυτό σας ποιος είναι ο τρόπος που αντιδράτε όταν γίνεται μια διένεξη μπροστά σας; Συνήθως ακολουθούμε τους όρους που είχαμε μέσα στην πατρική μας οικογένεια. Κάποιος βάζει τα κλάματα, κάποιος πάει και αγκαλιάζει το θύμα, τη μητέρα, παραδείγματος χάριν, που είναι στενοχωρημένη από τη διένεξη με τον άνδρα της, κάποιος άλλος πάει και επιτίθεται στο πατέρα θύτη για να μπορέσει να τον συμμορφώσει, κάποιος άλλος φεύγει. Άρα, αρχίζουμε και σκεφτόμαστε ότι όλοι μας έχουμε ξεκινήσει με κάποιες προδιαγραφές στο πως κινούμαστε μέσα στις δύσκολες καταστάσεις.

Αν αφεθούμε, τότε πάντοτε με τον ίδιο τρόπο θα φροντίζουμε κάποιον. Άρα, με τον ίδιο τρόπο θα εμπλεκόμαστε. Επομένως αν μπούμε σε αυτή την κατάσταση, δεν θα αλλάξουμε ποτέ. Ο λαός μας ήταν και ναυτικός και μπορούσε και προσλάμβανε και στοιχεία από άλλους πολιτισμούς. Διότι, αν αξίζει ο ελληνικός πολιτισμός, είναι γιατί δεν ήταν κλειστός και προσλάμβανε στοιχεία από τους γύρω πολιτισμούς. Είχε σταθερό αξιακό σύστημα. Αν δεν έχεις αξιακό σύστημα σταθερό, τότε δεν αλλάζεις, δεν εμπλουτίζεσαι. Προσαρμόζεσαι και η προσαρμογή δεν είναι αλλαγή, είναι το ακριβώς αντίθετο της αλλαγής. Όταν προσαρμόζομαι διαρκώς στο διαφορετικό, πάει να πει ότι δεν έχω προσωπικό εαυτό. Άρα στην ουσία δεν αλλάζω, γίνομαι αυτό που λέει ο λαός μας «όπου φυσάει ο άνεμος». Άρα δεν έχω άποψη.

Αν παρακολουθήσουμε τις αλλαγές και τις κρίσεις στη ζωή μας, θα δούμε και θα συνειδητοποιήσουμε ότι η σίγουρη αλλαγή μέσα στο χρόνο είναι η φθορά. Καθώς μεγαλώνουμε, γερνάμε, χάνουμε κάποιες δυνατότητες και βρισκόμαστε με λιγότερες δυνάμεις. Σας έχουν ευχηθεί ποτέ «να τα εκατοστίσετε»; τι σας έχουν ευχηθεί όταν λένε «να τα εκατοστίσεις»; Να χάσεις δυνάμεις, να χάσεις ικανότητες, να σου έχουν πεθάνει πάρα πολλοί δικοί σου άνθρωποι και να τους έχεις κηδέψει, να μην έχεις αντικείμενο και να βρίσκεσαι εκτός τόπου και χρόνου. Αυτό είναι ο αυτόματος πιλότος μας αν αφεθούμε μόνο στο χρόνο, στη φθορά.

Το ερώτημα είναι: Θα έχουμε τίποτε περισσότερο καθώς πορευόμαστε; Καθώς η ζωή δυσκολεύει, καθώς είναι ένα videο game που αλλάζει πίστες και όσο περνάνε οι πίστες γίνεται πιο δύσκολο και πιο απαιτητικό το παιχνίδι της ζωής, θα έχουμε κάποια νέα δυνατότητα στην πιο απαιτητική φάση που έπεται της σημερινής; Έχουμε κερδίσει κάτι από τη σημερινή;

Αυτό που μας συμβαίνει είναι που πρέπει να αναρωτηθούμε. Όταν αρνούμαστε να δούμε το τέλος, όταν αρνούμαστε να δούμε τον θάνατό μας ότι όλοι μας ό,τι και να πετύχουμε, όποιες αξιώσεις και να έχουμε, ό,τι αξιώματα και να έχουμε, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι κάποια στιγμή πεθαίνουμε. Τι σημαίνει, όμως, αυτό;

Σημαίνει ότι αν θα ακολουθήσουμε την αρχαιοελληνική αντίληψη για το τέλος, τότε θα πρέπει να σκεφτούμε ότι τέλος σημαίνει και σκοπός. Άρα ποιος είναι ο σκοπός της ύπαρξής μας; Ποιο είναι το νόημα της πορείας της ζωής μας; Έχει νόημα; Και ποιος θα το νοηματοδοτήσει;

Εάν μείνουμε να λέμε ότι φταίνε οι οικογένειές μας, ότι φταίει η εποχή που γεννηθήκαμε, ότι φταίει το επάγγελμά μας, οι συνθήκες, το δημόσιο η ο ιδιωτικός τομέας τότε θα βρεθούμε χωρίς νόημα και χωρίς σκοπό στη ζωή μας. Δεν αρκεί να μαζεύουμε στιγμές. Είναι λάθος αυτό που λέγεται στην εποχή μας ότι «η ζωή είναι στιγμές, φρόντισε να τις μαζέψεις», Σημαίνει ότι δεν υπάρχει κάποιο νόημα στη ζωή, και γι’ αυτό αξίζει να μαζεύεις κάποιες στιγμές.

Τι σημαίνει αυτό; Κατανάλωσε. Κατανάλωσε όσο μπορείς. Κατανάλωσε προϊόντα, κατανάλωσε σχέσεις, κατανάλωσε πρόσωπα για να μπορέσεις να υπάρξεις. Δηλαδή να γίνεις ζόμπι, να ρουφάς λίγο αιματάκι από τον άλλον, προκειμένου να κρατηθείς ζωντανός. Αλλά αυτό έχει προδιαγεγραμμένο τέλος.

Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι στο διάβα της ζωής κάποια στιγμή θα βρεθείς κι εσύ μέσα στην πανδημία που χτυπάει τον δυτικό κόσμο που είναι η υπαρξιακή κατάθλιψη. Όταν πια έχεις καταναλώσει τα πάντα, δεν μένει τίποτε για εσένα και το ερώτημα είναι εάν έχει η ζωή σου νόημα, τότε συνειδητοποιείς ότι η αλλαγή δεν είναι αυτοσκοπός. Δεν αλλάζω για να αλλάζω. Αλλάζω προκειμένου να πετύχω τον στόχο μου, τον σκοπό μου.

Επομένως το κρίσιμο ερώτημα είναι: Ποιος είναι ο σκοπός μου; Θα μπορέσει να προσδιορίσει την πορεία που θέλω να έχω στη ζωή μου; Άρα δεν κινούμαι μόνος στο πουθενά, χωρίς πυξίδα και χωρίς να ξέρω που να πάω. Δεν κάνω αλλαγές για τις αλλαγές και δεν δοκιμάζω πότε εδώ — πότε εκεί. Συμπεριφέρομαι ανάλογα μ’ αυτό που έχω θέσει ως σημαντικό στόχο στη ζωή μου. Αυτός νοηματοδοτεί όλη μου την πορεία και υπαγορεύει τις αλλαγές.

Αυτό προϋποθέτει, όμως, την ύπαρξη προσωπικής ευθύνης. Έχουμε μάθει να αποκηρύσσουμε την προσωπική ευθύνη. Να την βλέπουμε σαν κάτι αρνητικό, σαν κάτι βαρύ, ενώ η προσωπική ευθύνη είναι ο δικός μας τρόπος διαχείρισης της εξουσίας, της ευθύνης.

Αν αναλαμβάνω την προσωπική μου ευθύνη, σημαίνει ότι παίρνω την εξουσία της ζωής μου. Αυτή την ορίζω εγώ, ούτε μόνο τα πρώτα μου πέντε παιδικά χρόνια, ούτε μόνο το DNA μου, ούτε ο δοσμένος μου εγκέφαλος. Αποφασίζω εγώ με τη δική μου ευθύνη πως θα οδηγήσω τα πράγματα στη ζωή μου.

Αν δεν το κάνω, τότε θα μου φταίει, παραδείγματος χάριν, ο δημόσιος χώρος που θα χάνω τη ζωή μου; Όταν θα γυρνάω πίσω στο σπίτι μου, τι θα μεταφέρω τι στα παιδιά μου; Το πόσο αδικημένος νιώθω; Και αυτό πόσο μπορεί να πειράξει τον Υπουργό; Θα μπορέσει, δηλαδή, να κοιμηθεί ο Υπουργός αν εγώ νιώθω πληγωμένος με τα παιδιά μου και τα νιώθω δυσκολεμένα;

Αυτό που έχουμε να δούμε, όμως, είναι κατά πόσον θα μπορώ εγώ να κοιμηθώ καλά το βράδυ. Αν νιώθω ότι η ζωή μου είναι άδεια, κενή; Αν επειδή έχω έναν άχρηστο διευθυντή θα χάσω εγώ τη δυνατότητα να είμαι δημιουργικός; Τι γίνεται όταν βρίσκομαι μπροστά σε μια οθόνη που πρέπει να της περνάω δεδομένα και εκείνη την ώρα που περνάω τα δεδομένα βρίσκομαι να είμαι ένα εξάρτημα αυτού του ψηφιακού συστήματος; Το αποδεχόμαστε αυτό για τη ζωή μας;

Μήπως χάνουμε την εξυπνάδα μας αν είμαστε μόνο ένα μέρος, ένα γρανάζι μιας ψηφιακής κατάστασης, ενός ψηφιακού προγράμματος; Όταν το σύστημα δεν αναγνωρίζει κάτι, τότε εσείς πρέπει να αλλάξετε κι όχι το σύστημα που δεν αναγνωρίζει.

Μήπως χάνουμε έτσι την ανθρωπιά μας, το δικό μας εαυτό, το ανθρώπινό μας πρόσωπο; Και δεν θα έπρεπε, κανονικά, να εκπαιδεύεται το προσωπικό πώς να χειρίζεται ένα πρόγραμμα που δεν ικανοποιεί τους χρήστες, αλλά να αλλάζει βάσει των εμπειριών του προσωπικού.

Αλλά αν συμφέρει να έχουμε ψηφιακό πρόγραμμα που δεν κάνει update, πρέπει να κάνουμε update στην προσωπική μας ζωή; Αλλάζουμε τη προσωπική μας ζωή έτσι ώστε να έχει πιο καλό λειτουργικό.

Πιο ευτυχισμένα ποια παιδιά είναι; Τα παιδιά των δημοσίων υπαλλήλων ή τα παιδιά των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα; Έχει γίνει τέτοια έρευνα; Τι θα βγάλει; Τα παιδιά των δημοσίων υπαλλήλων είναι δυστυχισμένα γιατί έχουν λιγότερα χρήματα ή γιατί οι γονείς τους χάνουν τη δημιουργικότητά τους μέσα στο δημόσιο. Τα παιδιά των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα είναι δυστυχισμένα γιατί οι γονείς τους δεν έχουν χρόνο που τους τον τρώει όλο η εταιρεία.

Και αν οι γονείς δεν είναι οι ήρωες των παιδιών τους, τότε δεν θα πρέπει να κατηγορούν τα παιδιά τους που παίζουν στα video games και χάνονται στα διαδικτυακά παιχνίδια. Το κάνουν επειδή ψάχνουν να βρουν άλλους ήρωες ή γίνονται οι ίδιοι ψεύτικοι ήρωες, εικονικοί ήρωες κάποιων καταστάσεων.

Επομένως μέσα σ’ όλο αυτό έχουμε να σκεφτούμε: Συμφέρει να μου φταίει κάποιος άλλος ή το σύστημα, ή εγώ να δω που θέλω να πάω τη ζωή μου;

Θα περιμένουμε πότε θα έρθουν τα προβλήματα, πότε θα γίνει το ναυάγιο για να μπορέσουμε να ξαναδούμε που πηγαίνει η ζωή μας; Θα ασχολούμαστε με το ποιος έχει την ευθύνη και ποιος οδηγεί, ή θα ευχόμαστε να έχουμε προβλήματα.

Αν αποφασίσουμε να αναλάβουμε την ευθύνη της ζωής μας, τότε, θα πάμε αντίθετα στον λαϊκισμό που υπάρχει στη χώρα μας και δεν αφορά μόνο ένα κόμμα, αλλά διαπερνά οριζόντια όλη την κοινωνία. Γιατί υπάρχει λαϊκισμός μέσα στο σχολείο; Πόσα παιδιά μένουν στην ίδια τάξη επειδή δεν έχουν διαβάσει; Στο Δημοτικό; Στο Γυμνάσιο; Στις πόσες απουσίες χάνει ένας μαθητής στο Λύκειο την τάξη; Δεν υπάρχει νούμερο. Υπάρχει το 100 τόσο, μετά από το οποίο οι καθηγητές παρακαλούν τους γονείς να έρθουν να σβήσουν μια απουσία του παιδιού. Έτσι, το παιδί που δεν έχει ποτέ δυσκολευτεί στη ζωή του και δεν έχει γίνει υπόλογος δεν ξέρει να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες. Είναι φυσικό, γι’ αυτά τα παιδιά να παίρνουν και το δίπλωμα οδήγησης, λαδώνοντας.

Και αυτό το παιδί που θα έχει προχωρήσει έτσι, θα πορευτεί το ίδιο είτε στο δημόσιο τομέα είτε στον ιδιωτικό τομέα. Είναι ευκαιρία να σκεφτούμε, λοιπόν, πως θα αλλάξουμε. Όχι αλλαγή για την αλλαγή, όχι να περιμένουμε να αλλάξει ο άλλος, αλλά να σκεφτούμε για μας: Πως θέλουμε να πάμε τη ζωή μας, ποιο νόημα θα έχει η ζωή μας; Τι είναι σημαντικό για τη ζωή μας; Μπορούμε να ζούμε ανάμεσα σε ανθρώπους και να μην τους χαιρόμαστε; Και να μην είμαστε απλώς κάποια γρανάζια μέσα στην εργασία μας; Μπορούμε να παίρνουμε αποφάσεις για την προσωπική μας ζωή, με βάση το αξιακό μας σύστημα; Μπορούμε να μεταφέρουμε τις προσωπικές αξίες μας στο επάγγελμά μας όπως και να μεταφέρουμε τις αξίες και τις δυνατότητες που έχουμε αποκτήσει στην επαγγελματική ζωή στην προσωπική;

Τα ερωτήματα είναι προσωπικά και οι απαντήσεις προσωπικές.